Κάταγμα colles
Το κάταγμα
colles αφορά σε κάταγμα του περιφερικού άκρου της κερκίδας.
Από την εποχή του Ιπποκράτη εως τον 19ο αι. τα
κατάγματα αυτά εκλαμβάνονταν, λανθασμένα, ως εξαρθρήματα του καρπού (Peltier,
1984). Η παλαιότερη ακριβής περιγραφή του κατάγματος έγινε από τον Pouteau. Δεν
έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκτός Γαλλίας. Ο Abraham Colles, το 1814, βασισμένος
στην κλινική εικόνα, περιέγραψε το κάταγμα και πιστώθηκε το όνομά του (Patel
& Paksima, 2010).
Κύρια αιτία
είναι τα ατυχήματα (πτώση στο επηρεαζόμενο άκρο, άμεση πλήξη, βία), ενώ ως
ενοχοποιητικοί
παράγοντες αναφέρονται:
•
Κακής
ποιότητας οστό (οστεοπόρωση)
•
Έλλειψη
ασβεστίου και βιταμίνης D
•
Μετεμμηνόπαυση
(έλλειψη οιστρογόνων)
•
Μειωμένη
μυïκή μάζα
•
Προχωρημένη
ηλικία (πιο εύθραυστα οστά)
•
Συμμετοχή
στον αθλητισμό
(Fernandez, Gruen & Herndon, 1997. O'Neill et al, 2001.
MacDermid et al, 2002. Hollevoet & Verdonk, 2003. Brogren, Petranek & Atroshi, 2007).
Ανατομικά
στοιχεία:
Πηχεοκαρπική
διάρθρωση: Ελλειψοειδής διάρθρωση αποτελούμενη από το κάτω άκρο της κερκίδας,
τον τριγωνικό χόνδρο της κάτω κερκιδωλενικής άρθρωσης και την πάνω επιφάνεια
του πρώτου στοίχου των οσταρίων του καρπού.
Οστάρια
καρπού: (πρώτος στοίχος): σκαφοειδές, μηνοειδές, πυραμοειδές, πισοειδές
Σύνδεσμοι:
τοξοειδής, ραχιαίος κερκιδοκαρπικός, πλάγιος κερκιδικός, πλάγιος ωλένιος
Μύες που
ενεργούν στην άρθρωση:
κερκιδικός
καμπτήρας, ωλένιος καμπτήρας, μακρός παλαμικός, επιπολής & εν τω βάθει
κοινός καμπτήρας δακτύλων
μακρός &
βραχύς κερκιδικός εκτείνων τον καρπό ωλένιος εκτείνων τον καρπό
μακρός
εκτείνων τον αντίχειρα, μακρός απαγωγός του αντίχειρα, μακρός καμπτήρας του
αντίχειρα
κοινός
εκτείνων τους δακτύλους
ίδιος
εκτείνων τον δείκτη (Kahle,
Leonhardt & Platzer, 1985).
Παρατηρούμενες ανατομικές αλλαγές
Κάκωση μυών, τενόντων (ρήξη του τένοντα του
μακρού εκτείνοντος τον αντίχειρα, του κοινού εκτείνοντος και του εν τω βάθει
καμπτήρος των δακτύλων)
Τραυματισμός
αγγείων και νεύρων (συμπίεση μέσου ή ωλένιου νεύρου), συνοδές
κακώσεις δέρματος και μαλακών μορίων (Μυλωνάς,
2012).
Εξέλιξη της νόσου
Συνήθως η εξέλιξη είναι ομαλή και αποκατάσταση επιτυγχάνεται σε 6 – 12 μήνες. Ενίοτε, μετατραυματικά, εμφανίζεται αντανακλαστική
συμπαθητική δυστροφία (σύνδρομο Sudeck) με έντονο πόνο, οίδημα, στιλπνό δέρμα,
υπερευαισθησία και δυσκαμψία. Ακτινολογικά υπάρχει οστεοπόρωση. Φλεγμονή,
μόλυνση και θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να εμφανιστεί σε περίπτωση μακροχρόνιας ακινητοποίησης. Επίσης αναφέρονται:
Μυïκός
σπασμός
Δυσμορφίες
Ψευδάρθρωση
Μετατραυματική
οστεοαρθρίτιδα
Σύγκαμψη
Dupuytren
Σύνδρομο
DeQuervain, σύνδρομο
Volkman (Cooney, Dobyns & Linscheid, 1980. Stewart, Innes & Burke,
1985. Patel &
Paksima, 2010).
Συμπτώματα /
κλινική εικόνα
Ο ασθενής
αναφέρει πόνο, δυσχέρεια ή αδυναμία στην κίνηση του μέλους και αιμωδίες. Στα
ευρήματα, κατά την κλινική εξέταση, περιλαμβάνονται το τοπικό οίδημα, η ευαισθησία
στην πίεση, η παραμόρφωση (δίκην ράχης πιρουνιού), η εκχύμωση, οι παρά-φύση
κινήσεις και ο κριγμός, η απώλεια κερκιδικής γωνίωσης (ακτινογραφία), η αντιστροφή
της κερκιδικής παλαμιαίας γωνίωσης (ραχιαία παρεκτόπιση) καθώς και η μείωση της
δύναμης δραγμού (Brown,
1998. Moir, Wardlaw & Maffulli, 1999. Patel & Paksima, 2010).
Η φυσική εξέταση
περιλαμβάνει εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού εύρους κίνησης σε όλα τα
επίπεδα, της μυϊκής ισχύος και της αισθητικότητας. Παράλληλα, διενεργούνται
δοκιμασίες εξέτασης Finkelstein’s Test (τενοντοελυτρίτιδα), Phalen’s Test και
Tinel’s Test (ΣΚΣ) (Ring D et al. 2011).
Σημειώνεται
ότι, συνεκτιμούνται προγενέστερες κακώσεις και τραυματισμοί στην περιοχή, η περιγραφή
του μηχανισμού πρόκλησης του κατάγματος (ατύχημα, πτώση, άμεση βία), οι υποκείμενες
νόσοι (οστεοπόρωση), η επαγγελματική δραστηριότητα και η ερασιτεχνική
ενασχόληση (Brown, 1998. Moir, Wardlaw & Maffulli, 1999). Τα στοιχεία αυτά συνεκτιμώνται
στον καθορισμό και τη διάρκεια του προγράμματος αποκατάστασης.
Αντιμετώπιση
– Θεραπεία
Η αντιμετώπιση
δύναται να είναι συντηρητική ή χειρουργική. Επί συντηρητικής αντιμετώπισης
εφαρμόζεται γύψος για 4-6 εβδ. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του χρονικού
διαστήματος συστήνονται ισομετρικές ασκήσεις καμπτήρων και εκτεινόντων του
καρπού και ελεύθερες ενεργητικές/υποβοηθούμενες ασκήσεις δακτύλων για
αποκατάσταση της κινητικότητας και περιορισμό της δυσκαμψίας.
Μετά την
απελευθέρωση του αγκώνα (> 3/52) εφαρμόζεται κινητοποίηση στην συγκεκριμένη
άρθρωση για αποφυγή της δυσκαμψίας. Μετά την αφαίρεση του γύψου το πρόγραμμα
φυσικοθεραπείας περιλαμβάνει δινόλουτρο, ενεργητική κινησιοθεραπεία και λειτουργική
αποκατάσταση (Lagerstro,
Nordgren & Rahme,1999. Lagerstro,
Nordgren, & Olerud, 1999. Egol
et al, 2010. Ring et al, 2011).
Στην περίπτωση
της χειρουργικής αντιμετώπισης (εσωτερική ή εξωτερική οστεοσύνθεση) το πρόγραμμα
φυσικοθεραπείας κατά τους Ring
D et al. (2011) είναι προσαρμοσμένο στη φάση
της νόσου:
Πρώιμη φάση (0-6/52):
Ελεύθερες
ενεργητικές/υποβοηθούμενες ασκήσεις δακτύλων
Ενεργητική
κινησιοθεραπεία σύστοιχου αγκώνα και ώμου για αποφυγή δυσκαμψίας
Εκτέλεση
καθημερινών ελαφρών δραστηριοτήτων (σίτιση, ένδυση, προσωπική υγιεινή) για
αποτροπή αλγοδυστροφίας
Μεσαία φάση
(6-8/52):
Αφαίρεση
εξωτερικής οστεοσύνθεσης (αναλόγως της πώρωσης του κατάγματος)
Ελεύθερες
ενεργητικές/υποβοηθούμενες ασκήσεις καρπού
Συνέχιση
ενεργητικής κινησιοθεραπείας σύστοιχου αγκώνα και ώμου
Όψιμη φάση
(8-12/52):
Ασκήσεις
μυϊκής ενδυνάμωσης
Λειτουργική
αποκατάσταση
Βιβλιογραφικές αναφορές
Brown FM. (1998). Management of
Colles' fractures. Orthopedic Nursing, 17(3):37-40.
Brogren E, Petranek M &
Atroshi I. (2007). Incidence and characteristics of distal radius fractures in
a southern Swedish region. Διαθέσιμο στο:
http://www.biomedcentral.com. Ανάκτηση
6/3/2015.
Cooney WP, Dobyns JH &
Linscheid RL. (1980). Complications of Colles‘ fractures. Bone and Joint
Surgery, 62(4):613-619.
Egol KA et al. (2010). Distal
radial fractures in the elderly: operative compared with nonoperative
treatment. Journal of Bone and Joint Surgery, 92(9):1851-1857.
Fernandez JJ, Gruen GS, Herndon JH. ( 1997). Outcome of
distal radius fractures using the short form 36 health survey. Clinical
Orthopaedics and Related Research, 341:36-41.
Hollevoet N & Verdonk R. (
2003). Outcome of distal radius fractures in relation to bone mineral density.
Acta Orthopaedica Belgica, 69:510-514.
Kahle W, Leonhardt H, Platzer W.
(1985). Εγχειρίδιο Ανατομικής
του Ανθρώπου Τόμος 1-Μυοσκελετικό σύστημα, Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας.
Lagerstro C, Nordgren B, & Olerud C. (1999).
Evaluation of grip strength measurements after colles’ fracture: a
methodological study. Scandinavian Journal of Rehabilitation Medicine, 31:
49–54.
Lagerstro C, Nordgren B &
Rahme H. (1999). Recovery of isometric grip strength after Colles’ fracture: a
prospective two-year study. Scandinavian
Journal of Rehabilitation Medicine, 31:55–62.
MacDermid JC, Donner A, Richards
RS & Roth JH. (2002). Patient versus injury factors as predictors of pain
and disability six months after a distal radius fracture.
Journal of Clinical Epidemiology,
55:849-854.
Millet PJ & Rushton N. (1995)
Early mobilization in the treatment of Colles’ fracture: a 3-year prospective
study. Injury, 26:
671–675.
Μυλωνάς
ΠΣ (2012). Θεραπεία ασταθών καταγμάτων κάτω πέρατος κερκίδος με κυκλοτερές,
χωρίς γεφύρωση, σύστημα εξωτερικής οστεοσύνθεσης Ilizarov. PhD thesis, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.
Moir JS, Wardlaw D, Maffulli N.
(1999). Functional bracing of Colles' fractures. Bulletin of the Hospital for
Joint Disease, 58(1):45-52.
O'Neill TW et al. (2001).
Incidence of distal forearm fracture in British men and women. Osteoporosis
International, 12(7):555-558.
Patel PV & Paksima N. (2010).
Complications of Distal Radius Fracture Fixation. Bulletin of the Hospital for
Joint Diseases, 68(2):112-118
Peltier LF (1984). Fractures of
the Distal End of the Radius An Historical Account. Clinical Orthopaedics and
Related Research, 187:18-22
Ring D et al. (2011). Fracture of
the distal radius. In Brotzman SB, Wilk KE (eds): Clinical Orthopaedic
Rehabilitation. 2nd edition Mosby, Philadelphia
Stewart HD, Innes AR & Burke
FD. (1985). The hand complications of Colles' fractures. Journal of Hand Surgery,
10(1):103-106.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου