Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φυσικοθεραπεία

Παγωμένος ώμος (Frozen Shoulder)
Συμφυτική Θυλακίτιδα
Ο όρος “Παγωμένος Ώμος” εισήχθη για πρώτη φορά από τον Codman το 1934, ο οποίος περιέγραψε την πάθηση, ως μια επώδυνη απώλεια τη κίνησης του ώμου, με αδυναμία κατάκλισης στην προσβεβλημένη πλευρά και απουσία ακτινογραφικών ευρυμάτων. Πριν από τον  Codman, το 1872, ο Duplay είχε περιγράψει αυτή την κατάσταση ως "Περι-αρθρίτιδα", ενώ το 1945, ο Naviesar επινόησε τον όρο “Συμφυτική Θυλακίτιδα” (Cohen et al, 2007).
Ο παγωμένος ώμος είναι μια αινιγματική ασθένεια, που ενίοτε είναι ιδιοπαθής με αδιευκρίνιστα αίτια ((Van der Windt et al,1995).  Διαφωνία  επικρατεί, σχετικά με το αν η υποκείμενη παθολογική διαδικασία είναι μια φλεγμονώδης πάθηση, ίνωση του κορακοβραχιόνιου συνδέσμου, ή το αποτέλεσμα μια διαδικασίας αλγοδυστροφίας (Bunker & Anthony, 1995; Cutts et al, 2005; Malone & Hazle, 2006).
 Δευτερογενώς, επιβαρυντικοί παράγοντες που ευνοούν την πρόκληση παγωμένου ώμου είναι διάφορες συστηματικές νόσοι με προεξάρχουσα αυτή του σακχαρώδη διαβήτη (Bridgman, 1972;Moren-Hybbinette et al, 1987; Bunker & Anthony, 1995). Η παθηση συνδέεται επίσης με καρδιακές παθήσεις, υπερχοληστεριναιμία, την  Dupuytren's νόσο της άκρας χείρας (Bunker, 1997),  τον υπερθυρεοειδισμό (Wohlgethan, 1987; Cohen et al, 2007) και αυτοάνοσα νοσήματα (Siegel et al, 1999).
Ανατομικά στοιχεία
Η γληνοβραχιόνιος άρθρωση είναι μια σφαιροειδής, πολυαξονική άρθρωση και αποτελείται από τη σύζευξη δύο οστών: της κεφαλής του βραχιονίου και της ωμογλήνης της ωμοπλάτης. Ο επιχείλιος χόνδρος ως ινοχόνδρινος δίσκος περιβάλλει την ωμογλήνη, αυξάνοντας την αρθρική της επιφάνεια.
Η άρθρωση περιβάλλεται από χαλαρό αρθρικό θύλακο, ως ινώδες περίβλημα, με προσφύσεις στην ωμογλήνη και την βραχιόνιο κεφαλή. Ενισχύεται από τους γληνοβραχιόνιους συνδέσμους, τον εγκάρσιο και κορακοβραχιόνιο σύνδεσμο. Ο κορακοβραχιόνιος σύνδεσμος, αρκετά ανθεκτικός, εκφύεται από το έξω χείλος της κορακοειδούς απόφυσης και καταφύεται στο μείζον και έλασσον βραχιόνιο όγκωμα (Δούκας,1979;Halder, Itoi & An, 2000).
Παρατηρούμενες ανατομικές αλλαγές
Μικρού βαθμού ατροφία του δελτοειδούς και του υπερακανθίου μυός λόγω περιορισμένης κίνησης. Διάχυτη ευαισθησία πάνω από την γληνοβραχιόνια άρθρωση, που επεκτείνεται στην περιοχή του τραπεζοειδή και ανάμεσα στις ωμοπλάτες (Reeves, 1976;Rizk & Pinals, 1982). Ενίοτε εικόνα περιαρθρικής οστεοπενίας (Binder et al, 1984). Ενώ παρατηρείται, επίσης, πάχυνση του αρθρικού θυλάκου και του κορακοβραχιόνιου συνδέσμου, λόγω ανάπτυξης συνδετικού ιστού, ως αντίδραση στην αρθρική φλεγμονή (Bunker & Anthony, 1995;HamdanAl-Essa, 2003; Cutts et al, 2005).
Εξέλιξη της νόσου
Η συγκεκριμένη πάθηση χαρακτηρίζεται από τρία στάδια που ποικίλουν σε χρονική διάρκεια (Harryman et al, 2004;Cohen et al, 2007):
Πρώτο στάδιο (επώδυνη φάση ψύξης): νυγμώδες άλγος με προοδευτική σκλήρυνση και απώλεια της κίνησης στον ώμο. Αύξηση του πόνου κατά τη δραστηριότητα και κατά τις νυκτερινές ώρες. Χρονική διάρκεια 2-9 μήνες.
Δεύτερο στάδιο (παγωμένη - συμφυτική φάση):  σταδιακή μείωση του πόνου με σημαντικό περιορισμό του εύρους της κίνησης. Νυκτερινό άλγος που δεν ανακουφίζεται ιδιαίτερα από τα αναλγητικά. Χρονική διάρκεια 4-12 μήνες.
Τρίτο στάδιο (φάση της λύσης - “απόψυξης”). Αργή ανάνηψη και βελτίωση του εύρους της κίνησης. Χρονική διάρκεια12-42 μήνες.
Συμπτώματα / κλινική εικόνα
Ο ασθενής αναφέρει, συνήθως, ένα αίσθημα δυσφορίας που ακτινοβολεί σε όλο το μήκος του βραχίονα. Ανακούφιση αισθάνεται τοποθετώντας το άκρο σε θέση προσαγωγής και έσω στροφής. Περιγράφει αδυναμία εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων (δεν μπορεί να βάλει το χέρι στην πίσω τσέπη του παντελονιού, να χτενιστεί, να κουμπώσει το στηθόδεσμο, να πλύνει τον αντίθετο ώμο) (Cohen et al, 2007).
Τα ευρήματα, κατά την κλινική εξέταση, ποικίλουν ανάλογα με τη φάση της νόσου. Συνήθως διαπιστώνεται περιορισμός ενεργητικής και παθητικής κίνησης του πάσχοντος μέλους καθώς και αδυναμία παθητικής έξω στροφής, (διαφοροδιαγνωστικό εύρημα, όταν μάλιστα δεν παρατηρούνται ευρήματα στον ακτινολογικό έλεγχο).
Η αξιολόγηση του ασθενούς εστιάζεται ειδικότερα στην έναρξη και διάρκεια των συμπτωμάτων. Η φυσική εξέταση περιλαμβάνει εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού εύρους κίνησης σε όλα τα επίπεδα και εκτίμηση της μυϊκής ισχύος. Παράλληλα, διενεργούνται δοκιμασίες εξέτασης με ταυτόχρονη κάμψη και απαγωγή και των δυο άνω άκρων, επαφή της ραχιαίας επιφάνειας του χεριού του πάσχοντος μέλους στην αντίθετη ωμοπλάτη, εκτέλεση παθητικής κάμψης, απαγωγής, έσω- έξω στροφής (με το βραχίονα σε ουδέτερη θέση και σε απαγωγή 90ο ).ο ακτινολογικός έλεγχος είναι συνήθως χωρίς ευρήματα (Cohen et al, 2007). Σημειώνεται ότι, συνεκτιμούνται προγενέστερες κακώσεις και τραυματισμοί στην περιοχή του ώμου, προηγούμενη εκτεταμένη ακινητοποίηση, χειρουργικές επεμβάσεις στο θώρακα ή το μαστό και ιστορικό νόσου (σακχαρώδης διαβήτης, υπερθυρεοειδισμός κλπ)
Αντιμετώπιση – Θεραπεία
Η αντιμετώπιση είναι καταρχήν συντηρητική και στοχεύει στον περιορισμό του πόνου και τη βελτίωση της κινητικότητας. Χορηγούνται ΜΣΑΦ, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε φάσης. Δεν αλλάζουν τη φυσική εξέλιξη της νόσου αλλά αποτελούν λογική επιλογή στην αντιμετώπιση του πόνου (Manske & Prohaska, 2008). Ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοειδών ενδέχεται να βοηθήσουν βραχυπρόθεσμα για τον έλεγχο της φλεγμονής, όπως και στεροειδή από το στόμα με σταδιακή μείωση για πρόληψη διαταραχής της λειτουργίας του υποθαλαμο-υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα (Cohen et al, 2007. Manske & Prohaska, 2008).
Παράλληλα εφαρμόζεται ένα εντατικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας προσαρμοσμένο στη φάση της νόσου. Αρχικά, με έμφαση στην κάμψη και έσω-έξω στροφή του βραχίονα, με ασκήσεις, αναλόγως, παθητικές, υποβοηθούμενες ή ενεργητικές και εκπαίδευση του ασθενή για εκτέλεση στο σπίτι, συγκεκριμένου προγράμματος κινησιοθεραπείας.
Η βελτίωση του πόνου και του εύρους κίνησης αποτελεί ένδειξη για εφαρμογή ασκήσεων μυϊκής ενδυνάμωσης των καμπτήρων και στροφέων του ώμου, με ήπια αντίσταση (ισομετρικές, κλειστής βιοκινητικής αλυσίδας και ισοτονικές με ιμάντες). Η μυϊκή ενδυνάμωση αφορά και τους μύες της ωμοπλάτης. Εφόσον επιτευχθεί λύση του επώδυνου ώμου και ικανοποιητική φυσική εξέταση σχεδιάζεται ένα πρόγραμμα συντήρησης (διατάσεων και ενδυνάμωσης). (Cohen et al, 2007).
Η χειρουργική επέμβαση απαιτείται όταν η κινητικότητα και ο πόνος δεν βελτιώνονται με τη συντηρητική αντιμετώπιση και αφορά σε χειρισμούς υπό νάρκωση ή αρθροσκοπική απελευθέρωση, ακολουθούμενη από πρόγραμμα φυσικοθεραπέιας (Dodenhoff et al., 2000;Watson et al, 2000;Cohen et al, 2007).
Βιβλιογραφικές παραπομπές:
Binder A, Buglen D & Hazelman B. (1984). Frozen shoulder: an arthrographic and radionuclear scan assessment. Annals of the Rheumatic Diseases; 43(3): 365-369.
Bridgman JF. (1972). Periarthritis of the shoulder and diabetes mellitus. Annals of the Rheumatic Diseases; 31(1): 69–71.
Bunker TD. (1997). Frozen shoulder: unravelling the enigma. Annals of the Royal College of Surgeons of England;79: 210-213.
Bunker TD & Anthony PP. (1995).  The pathology of frozen shoulder. A Dupuytren-like disease. Journal of Bone and Joint Surgery (Br Vol); 77: 677-83.
Cohen BS, Romeo AA, & Bach BR. (2007). Shoulder Injuries. In Brotzman B, & Wilk EK, (eds). Handbook of Orthopaedic Rehabilitation. 2nd ed. Mosby.
Cutts S, Dias R & Massoud S. (2005). Frozen shoulder. British Medical Journal; 331: 1453–1456.
Dodenhoff RM, Levy O, Wilson A & Copeland SA. (2000). Manipulation under anesthesia for primary frozen shoulder: Effect on early recovery and return to activity. Journal of Shoulder and Elbow Surgery; 9:23–26.
Δούκας Ν. (1979). ΚινησιολογίαΔούκαςΑθήνα.
Halder A, Itoi E & An KN. (2000). Anatomy and biomechanics of the shoulder. Orthopedic Clinics of North America;31:159-176.
Hamdan TA & Al-Essa KA. (2003). Manipulation under anaesthesia for frozen shoulder. International Orthopaedics; 27(2): 107-109.
Harryman ST, Lazurus MD & Rozencwaig R. (2004). The stiff shoulder. In Rockwood Cam Matsen FA, Wirth MA & Lippitt SB, (eds). The shoulder. 3rd ed. Saunders, Philadelphia.
Malone T & Hazle C. (2006). Rehabilitation of adhesive capsulitis. In Ellenbecker TS (ed). Shoulder rehabilitation. Non-operative treatment. Thieme, New York.
Manske CD & Prohaska D. (2008). Diagnosis and management of adhesive capsulitis. Current Reviews in Musculoskeletal Medicine; 1:180–189.
Moren-Hybbinette I, Moritz U & Schersten B. (1987). The clinical picture of the painful diabetic shoulder-Natural history, social consequences and analysis of concomitant hand syndrome. Acta Medica Scandinavica; 221: 73-82.
Reeves B. (1976).The natural history of the frozen shoulder syndrome. Scandinavian Journal of Rheumatology; 4: 193-6.
Rizk TE & Pinals RS. (1982). Frozen shoulder. Seminars in Arthritis and Rheumatism; 11: 440-52.
Siegel LB, Cohen NJ & Gall EP. (1999). Adhesive Capsulitis: A Sticky Issue. American Family Physician; 59(7):1843-1850.
Van der Windt DA, Koes BW, De Jong BA & Bouter LM. (1995). Shoulder disorders in general practice: incidence, patient characteristics, and management. Annals of the Rheumatic Diseases; 54(12): 959–964.
Watson L, Dalziel R & Story I (2000). Frozen shoulder: A 12-month clinical outcome trial. Journal of Shoulder and Elbow Surgery; 9:16-22. 
Wohlgethan JR. (1987). Frozen shoulder in hyperthyroidism. Arthritis and Rheumatism; 30 (8):936-9.


ΑΣΘΜΑ

1. Ορισμός - Παθογένεια - Παθοφυσιολογία

Το άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος των αεραγωγών, με κύριες εκδηλώσεις τη βρογχική υπεραντιδραστικότητα και την στένωση των βρόγχων (Upton et al, 2000). Η φλεγμονή είναι επίμονη και στη διατήρησή της συμβάλλουν τα μαστοκύτταρα, τα ηωσινόφιλα, τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα ουδετερόφιλα, που απελευθερώνουν φλεγμονώδεις μεσολαβητές, όπως κυτταροκίνες και λευκοτριένια. (Βερυκάκη και συν, 2008).
Η βρογχική υπεραντιδραστικότητα είναι η εκσεσημασμένη σύσπαση των βρόγχων, ως απάντηση σε ποικιλία ερεθισμάτων (BousquetVan Cauvenberg & Khaltaev, 2001), ενώ η ακριβής συσχέτισή της με τη φλεγμονή είναι περίπλοκη και οι μηχανισμοί της δεν είναι πλήρως κατανοητοί (Bateman, 2006). Η σύσπαση των λείων μυϊκών ινών, το οίδημα του βρογχικού βλεννογόνου και η υπερέκκριση βλέννης προκαλούν, ως τελικό αποτέλεσμα, στένωση των αεραγωγών (Bateman, 2006). Η υπερέκκριση βλέννης και η συσσώρευσή της αποτελούν εστίες μόλυνσης και ευνοούν την ανάπτυξη πνευμονικών λοιμώξεων, ενώ επίμονη φλεγμονή και η απόφραξη των βρόγχων προκαλούν αναδιαμόρφωση των αεραγωγών (Slade & Kraft, 2006), που περιορίζει τη φυσική δραστηριότητα των ασθενών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εμφάνιση άλλων προβλημάτων υγείας (Mascia et al, 2005).
Το άσθμα, συχνά, συσχετίζεται με την ατοπία, μια τάση προς ευαισθητοποίηση και παραγωγή IgE αντισωμάτων,  ως απάντηση σε κοινά αλλεργιογόνα της ατμόσφαιρας (Gould et al, 2003). Ο συριγμός είναι το συνηθέστερο σημείο, που χαρακτηρίζει τη βεβιασμένη ροή του αέρα στους αεραγωγούς, κατά τον παροξυσμό. Απουσία συριγμού, οφείλεται, ενίοτε, σε σοβαρή ελάττωση του αερισμού των πνευμόνων και συχνά συνοδεύεται από κυάνωση, εφίδρωση, ζάλη, δυσκολία στην ομιλία, ταχυκαρδία και ταχύπνοια (Βερυκάκη και συν, 2008).
Η αύξηση του έργου της αναπνοής (Darlene Samral, 1995), υπερδιάταση του θώρακα, η χρησιμοποίηση των επικουρικών μυών της αναπνοής και η εισολκή των μεσοπλευρίων διαστημάτων είναι συνήθη ευρήματα κατά την επιδείνωση της νόσου (Lugogo et al, 2010). O βήχας, κυρίως τη νύχτα, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του άσθματος. Τα παιδιά με νυκτερινό άσθμα τείνουν να βήχουν μετά τα μεσάνυχτα και κατά τις πρώτες πρωινές ώρες (Βερυκάκη και συν, 2008) με συνακόλουθη επιβάρυνση της ποιότητας του ύπνου (Morris, 2014). Επιπλέον οι ασθενείς με άσθμα, συχνά, εμφανίζουν επιπλοκές από τη χρόνια χρήση φαρμάκων όπως μυκητιάσεις του στόματος, άφθες και δυσφωνία από τη χρήση εισπνεόμενων κορτικοειδών φαρμάκων (Paul et al, 2009).
Το βρογχικό άσθμα που εμφανίζεται κατά την παιδική ηλικία έχει συνήθως καλή πρόγνωση και τα παιδιά, συνήθως, απαλλάσσονται από τα συμπτώματα, στην εφηβεία. Αντίθετα, οι παροξυσμοί της ασθένειας συνεχίζονται και κατά την ήβη, όταν εμφανίζονται στη βρεφική ηλικία και συνοδεύονται από έκζεμα ή άλλες αλλεργικές εκδηλώσεις. Στους ενήλικες, η εξέλιξη είναι απροσδιόριστη και υπάρχει τάση για υποτροπές και συχνούς παροξυσμούς (British Thoracic Society, 1990).

 2. Φυσικοθεραπευτική Προσέγγιση

Η αξιολόγηση του ασθενούς, μέσω της υποκειμενικής και αντικειμενικής εκτίμησης, αποτελεί την αρχή της φυσικοθεραπευτικής προσέγγισης της συγκεκριμένης νόσου. Η υποκειμενική εκτίμηση αφορά στα σημεία και συμπτώματα της ασθένειας και συνοδεύεται από αντικειμενική εκτίμηση των ζωτικών σημείων, του αναπνευστικού προτύπου, της φυσικής κατάστασης και της δυνατότητας επικοινωνίας (Tecklin, 1981. BalachandranShivbalan & Thangavelu, 2005).
Εφαρμόζονται ασκήσεις ενδυνάμωσης και αντοχής των αναπνευστικών μυών που αποσκοπούν στην αύξηση της ανοχής στη δύσπνοια, και στην προαγωγή γενικά του αισθήματος ευεξίας (Reid & Pardy, 1991). Το έργο των αναπνευστικών μυών μπορεί να βελτιωθεί σε όλες τις ηλικίες (Leith Bradley, 1976. Reid & Warren 1984) όταν η εκπαίδευσή γίνεται κατά τρόπο ανάλογο των απαιτήσεων και της διαφορετικότητας των ατόμων (Reid &  Samrai, 1995).
Η δύσπνοια και το άγχος επιτείνουν την ήδη αυξημένη σύσπαση των επικουρικών εκπνευστικών μυών. Εφαρμόζονται τεχνικές χαλάρωσης και έλεγχος της αναπνοής, με έμφαση στη διαφραγματική, εξυπηρετώντας την ανάγκη μείωσης του έργου της αναπνοής, βελτίωσης του αερισμού των πνευμόνων και χαλάρωσης των ανώτερων τμημάτων του θώρακα (Reid Pardy 1991).
Με την επιταχυνόμενη εκπνοή, το επιταχυνόμενο κύμα αέρος και η υφιστάμενη στένωση των βρόγχων δυναμώνουν την εκρηκτική δύναμη του αέρα και οι εκκρίσεις εξωθούνται από τους περιφερικούς βρόγχους στην τραχεία και το φάρυγγα (Laurino et al, 2012). Οι πιέσεις, οι δονήσεις και οι πλήξεις κατά τη διάρκεια της εκπνοής υποβοηθούν μηχανικά την απόχρεμψη (Laurino et al, 2012) παράλληλα με την αύξηση του εύρους των αναπνοών, διά του αντανακλαστικού ερεθισμού του πνευμονογαστρικού νεύρου (Frownfelter & Dean, 2010).
Οι διάφορες θέσεις βρογχικής παροχέτευσης συντελούν στην απομάκρυνση των εκκρίσεων μέσω της βαρύτητας, με συνδυασμένη εφαρμογή πλήξεων και δονήσεων, ενώ αποτελούν μέρος της καθημερινής φροντίδας των ατόμων, ιδιαίτερα σε περιόδους αναπνευστικών λοιμώξεων (Frownfelter & Dean, 2010).
Οι ανάγκες για διατήρηση της κινητικότητας του θώρακα, επαρκή έκπτυξη των πνευμόνων και  διατήρηση της σωστής στάσης του σώματος εξυπηρετούνται μέσω των αναπνευστικών ασκήσεων οι οποίες προάγουν την ισχύ, την αντοχή και τη συνεργασία των αναπνευστικών μυών, καθώς η αναπνοή και η στάση του σώματος συνδέονται (McIlwaine, 2007).
Η φυσική, αερόβιου τύπου, δραστηριότητα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της θεραπευτικής προσέγγισης, καθώς βελτιώνει την αναπνευστική λειτουργία (Hough, 2001), συμβάλλει θετικά στη μείωση της χορήγησης αντιβίωσης (Urquhart et al, 2012), προάγει τη θωρακική έκπτυξη, την ενδυνάμωση των αναπνευστικών μυών Moreno et al, 2007) βελτιώνει τη στάση του σώματος (OSallivan Freedman, 2009) και ενισχύει την ευεξία του ασθενούς (Bott et al, 2009).

 3. Διεπιστημονική Ομάδα Θεραπείας

Η χρονιότητα της νόσου και οι πολλαπλές επιπτώσεις της επιβάλουν διεπιστημονική συνεργασία για την ολιστική προσέγγιση του ασθενή και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του (Barrett et al, 2007).
Η θεραπευτική ομάδα συγκροτείται από επιστημονικές ειδικότητες όπως ιατρούς (πνευμονολόγο, παιδίατρο, άλλης ειδικότητας) νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, γυμναστές, και εκπαιδευτικούς.
Ο γιατρός θέτει τη διάγνωση βάσει του κλινικού ελέγχου και των διαφόρων δοκιμασιών, ενώ προσδιορίζει τη βαρύτητα της νόσου και τις μεταβολές της. Εκτός από την επαρκή και εξατομικευμένη πληροφόρηση του αρρώστου, ο θεράπον ιατρός επωμίζεται την ευθύνη αποσαφήνισης αποριών, παρερμηνειών και προκαταλήψεων (Γώγος, 2014).
Ο νοσηλευτής αναλαμβάνει τη νοσηλεία των ασθενών και σε συνεργασία με το γιατρό, ενημερώνει τους ασθενείς και το οικογενειακό περιβάλλον, για ζητήματα σωστής λήψης των φαρμάκων, ορθής χρήσης των συσκευών χορήγησης των φαρμάκων ή των συσκευών υποστήριξης της αναπνευστικής λειτουργίας (Speer, 1994. PedersenDubus & Crompton, 2010) καθώς και στρατηγικών αποφυγής κοινών αλλεργιογόνων και ρύπων στο ενδοοικιακό και εξωοικιακό περιβάλλον (Custovic & Wijk, 2005).
Ο φυσικοθεραπευτής, προσανατολισμένος στην εκπαίδευση, ενδυνάμωση και βελτίωση της ποιότητας της αναπνευστικής λειτουργίας του αρρώστου, σε συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό, συλλέγει πληροφορίες, και εκπονεί ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα χειρισμών, με σαφείς στόχους και προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του ασθενούς (Tracey, 2010).
Ο εργοθεραπευτής υποστηρίζει την αυτοδιαχείριση της νόσου (Barlow et al, 2002), την επανεκπαίδευση του ασθενούς και της οικογένειάς του σε δραστηριότητες της καθημερινότητας, μέσω της απαιτούμενης προσαρμογής του περιβάλλοντος και τη μείωση της κόπωσης, που σχετίζεται με την επιβαρυμένη αναπνευστική λειτουργία (American Occupational Therapy Association, 2008).
Δεδομένου ότι, η άσκηση συστήνεται ως αναγκαία παράμετρος του πλάνου αντιμετώπισης του άσθματος (Lucas & Platts-Mills, 2005), ο γυμναστής αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη διατήρηση της σωματικής δραστηριότητας. Βοηθά στην επιλογή της δραστηριότητας, ενώ παράλληλα ελέγχει τον τύπο των τυχόν περιορισμών στη δραστηριότητα και επανεξετάζει το σχέδιο δράσης, διαμορφώνοντας ένα ασφαλές περιβάλλον για τον ασκούμενο (U.S.A Department of Health and Human Services, 1995).
Η αυξημένη επικράτηση αγχώδους και καταθλιπτικής συμπτωματολογίας στους ασθματικούς ασθενείς (Παχή και συν, 2013) καθιστά το ρόλο του επαγγελματία ψυχικής υγείας (ψυχολόγος, ψυχίατρος) ιδιαίτερα σημαίνοντα, σε ζητήματα ατομικής και οικογενειακής συμβουλευτικής και διαχείρισης αρνητικών συναισθημάτων.
Ο κοινωνικός λειτουργός είναι επιφορτισμένος με την ευθύνη παροχής ενός ευρέος φάσματος υπηρεσιών κοινωνικής μέριμνας για τα παιδιά και τις οικογένειές τους ώστε να διαχειριστούν τις ψυχο-κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ασθένειας. Ενθαρρύνει τον άρρωστο να αναλάβει κοινωνικές δραστηριότητες, και κατευθύνει αυτόν και την οικογένειά του στη χρήση υποστηρικτικών υπηρεσιών. (Parker-Oliver, 2005).
Οι εκπαιδευτικοί του σχολείου, που φοιτά ο ανήλικος ασθενής, σχεδιάζουν πρωτόκολλο δράσης εκτάκτου ανάγκης, αναλαμβάνουν ρόλο διαχειριστή οξέων περιστατικών (π.χ. κρίσεις άσθματος, παροξυσμού) και γενικότερα συνεργάζονται με τους γονείς του παιδιού που νοσεί (U.S.A Department of Health and Human Services, 1995).

 4. Ψυχοκοινωνικές Επιπτώσεις

Η σχέση του άσθματος και των ψυχολογικών παραγόντων έχει αναγνωριστεί από αιώνες (Rosner 1981), ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία (WrightRodriguez & Cohen, 1998. Karajgi et al, 1990. Goodwin, 2003) αναφέρονται διαταραχές της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας των ασθενών που αφορούν σε υπερκινητικότητα, γρήγορη, νευρική ομιλία, αίσθημα προκάρδιων παλμών, ταχυκαρδία, εφιδρώσεις Katon et al, 2004), αίσθημα επικείμενου θανάτου ή καταθλιπτικό ιδεασμό και αδυναμία συγκέντρωσης (Dudley et al, 1980a).
Η αλεξιθυμία, που καθορίζεται ως αδυναμία συναισθηματικής έκφρασης, θεωρείται καθοριστικός παράγοντας που συμβάλει στην εξέλιξη του βρογχικού άσθματος (Παχή και συν, 2013). Οι ασθενείς, δηλαδή, εξαιτίας του φόβου της ψυχολογικής διέγερσης, αποφεύγουν τις συναισθηματικές φορτίσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν την μικρότερη δυνατή παθοφυσιολογική επιβάρυνση (FeldmanLehrer Hochron, 2002).  
Η αυξημένη καταθλιπτική συμπτωματολογία των ασθματικών ασθενών συγκριτικά με την αντίστοιχη στο γενικό πληθυσμό (Sherwood et al, 2000.  Vamos & Kolbe, 1999), εκδηλώνεται με διαταραχές του ύπνου, ανορεξία, ελαττωμένη ενεργητικότητα, ελαττωμένη λίμπιντο (Snider, 1989), απαισιοδοξία και αίσθημα απελπισίας (Sandhu 1986), κοινωνική απόσυρση, αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας, αδυναμία συγκέντρωσης και μερικές φορές με τάσεις αυτοκαταστροφής (Dudley et al, 1980b). Οι δυσκολίες ακόμη και σε στοιχειώδεις καθημερινές δραστηριότητες, (Sandhu, 1986) είναι ο αρνητικός αντίκτυπος στη συμπεριφοριολογική προσαρμογή του ασθενούς (Ψαράκης, 2001). Παράλληλα, υπογραμμίζονται νοητικές διαταραχές που εκδηλώνονται ως αδυναμία αφηρημένης σκέψης και μνημονικής ανάκλησης, συνυφασμένες, κύρια, με τον χαμηλό αρτηριακό κορεσμό Ο2 (Huppert, 1982).
Στην περίπτωση του ασθματικού παιδιού, το νόσημα μπορεί να διαταράξει σημαντικά τη λειτουργία της οικογένειας, ειδικά όταν αυτή βρίσκεται σε άσχημη κοινωνικοοικονομική κατάσταση (Μαρνέρας, 2009). Η δυνατότητα της οικογένειας να προσαρμόζεται σε στρεσογόνες καταστάσεις περιορίζεται, η συνεκτικότητα των μελών της υπολείπεται (Brown et al, 2006) και αντιστρόφως, η δυσλειτουργία της οικογένειας (AskildsenWatten, & Faleide, 1993) και τα ψυχολογικά ενοχλήματα της μητέρας (Krommydas et al, 2001) συνδυάζονται με υψηλή νοσηρότητα των ασθματικών παιδιών.
Τα ασθματικά παιδιά διακατέχονται από αισθήματα κατωτερότητας, εξαιτίας της μειωμένης αντοχής στο παιχνίδι, των συχνών απουσιών από το σχολείο και της λήψης φαρμάκων (Μπατσολάκη & Μαρνέρας 2011). Ενώ οι γονείς,  στην προσπάθειά τους να προφυλάξουν το παιδί, εμφανίζονται καταπιεστικοί και άκαμπτοι, κατευθύνουν τον τρόπο ζωής του, περιορίζουν σημαντικά τις κοινωνικές τους δραστηριότητες και αναγκάζονται να επωμιστούν το οικονομικό κόστος της ασθένειας (Askildsen, Watten & Faleide, 1993)
Είναι προφανές ότι, η οικογένεια του ασθματικού ασθενούς επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην πορεία και έκβαση της νόσου. Οι λειτουργικές οικογένειες  ενισχύουν την συμμόρφωση στη θεραπεία και μειώνουν τη νοσηρότητα, ενώ οι δυσλειτουργικές οικογένειες αποδυναμώνουν τους μηχανισμούς αντιμετώπισης των δυσκολιών (Locker, 2008).
Στο άσθμα των εφήβων συνυπολογίζονται οι ιδιαιτερότητες και οι έντονες σωματικές αλλά και ψυχολογικές αλλαγές κατά την διάρκεια αυτής της φάσης της ζωής τους. Η υιοθέτηση μιας ελλειμματικής εικόνας εαυτού θέτει τον έφηβο σε υψηλό κίνδυνο για να αναπτύξει συναισθηματικές και λειτουργικές διαταραχές καθώς και προβλήματα συμπεριφοράς (Moonie et al, 2008).
Όσον αφορά στους ενήλικες ασθενείς αναφέρεται ότι ο γάμος, η παρουσία παιδιών και το κοινωνικο- οικονομικό οικογενειακό επίπεδο έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην πορεία και έκβαση της νόσου (Locker, 2008).
Από τα παραπάνω, συνάγεται, ότι, ασθενής με άσθμα διάγει συναισθηματικούς όρους ύπαρξης και διαβίωσης, που επιδρούν δεσμευτικά και περιοριστικά στην ικανοποίηση της ανάγκης για υψηλού επιπέδου ποιότητα ζωής. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι είναι αναγκαία μια βιοψυχοκοινωνική προσέγγιση στη θεραπεία, με στόχο την ψυχολογική, οικογενειακή, αλλά και βιολογική παρέμβαση (Miller & Wood 1991).

 Βιβλιογραφικές Αναφορές
American Occupational Therapy Association. (2008). Occupational therapy practice framework: Domain and process. 2nd Ed. Διαθέσιμο στο: http://www.polk.edu. [Ανάκτηση 6/12/2014].
Askildsen, EL, Watten, RD. & Faleide, AO. (1993). Are parents of asthmatic children different from other parents? Psychotherapy and Psychosomatic, 60:91−99.
Balachandran, A, Shivbalan, S. & Thangavelu, S. (2005). Chest physiotherapy in pediatric practice. Indian Pediatrics, 42(6):559-68.
Barlow, J. et al. (2002). Self-management approaches for people with chronic conditions: a review. Patient Education and Counseling, 48:177–87.
Barrett, J. et al. (2007). CHSRF Synthesis: Interprofessional Collaboration and Quality Primary Healthcare. Canadian Health Services Research Foundation. Διαθέσιμο στο http://www.chsrf.ca. [Ανάκτηση 6/12/2014].
Bateman, ED. (2006). Severity and control of severe asthma.  The Journal of Allergy and Clinical Immunology, 117(3):519-21.
Βερυκάκη, Α. και συν. (2008). Οδηγίες για την Αντιμετώπιση του άσθματος στους ενήλικες. Πνευμονολογικά ΘέματαΣεπ: 5-40.
Bott, J. et al. (2009). Guidelines for the physiotherapy management of the adult, medical, spontaneously breathing patient. Thorax, 64: 1-51.
Bousquet J, Van Cauvenberg P, & Khaltaev N. (2001). Allergic rhinitis and its impact on asthma. The Journal of Allergy and Clinical Immunology, 108(5):147-334.
British Thoracic Society. (1990). Guidelines to the management of asthma in adults II: acute severe asthma. British Medical Journal, 301: 797-800.
Brown, ES, et al. (2006). Psychiatric symptomatology and disorders in caregivers of children with asthma. Pediatrics, 118:1715−1720.
Custovic, A. & Wijk, RG. (2005). The effectiveness of measures to change the indoor environment in the treatment of allergic rhinitis and asthma: ARIA update. Allergy, 60(9):1112-1115.
Γώγος, Χ. (2014). Σημειώσεις Νοσηλευτικής. ΔΙΕΚ Βεροίας.
Dudley, DL. et al. (1980a). Psychosocial concomitants to rehabilitation in COPD. - Part 1. Chest, 77(3):413-420.
Dudley, DL. et al. (1980b). Psychosocial concomitants to rehabilitation in chronic obstructive pulmonary disease. Part 2. Psychosocial treatment. Chest, 77(4):544-551.
Darlene, R. & Samral, B.  (1995). Respiratory Muscle Training for Patients With Chronic Obstructive Pulmonary Disease. Physical Therapy, 75:996-1005.
Feldman, JM, Lehrer, PM. & Hochron, SM. (2002). The predictive value of the Toronto Alexithymia Scale among patients with asthma. Journal of Psychosomatic Research, 53(6):1049-52.
Frownfelter, D. & Dean, A. (2012). Cardiovascular and pulmonary physical therapy: evidence to practice. 5th ed. Missouri: Elsevier Saunders.
Gould, H. et al. (2003). The biology of IGE and the basis of allergic disease. Annual Review of Immunology, 21:579–628. Διαθέσιμο στοhttp://www.ncbi.nlm.nih.gov. [Ανάκτηση 6/12/2014].
Goodwin, RD. (2003). Asthma and anxiety disorders. Advances in Psychosomatic Medicine, 24:51-71.
Hough, A. (2001). Physiotherapy in respiratory care. An evidence – based approach to respiratory and cardiac management. 3rd ed. Cheltenham: Nelson Thornes Ltd.
Huppert, FA. (1982). Memory impairment associated with chronic hypoxia. Thorax, 37:858-860.
Katon, WJ. et al. (2004). The relationship of asthma and anxiety disorders. Psychosomatic Medicine, 66(3):349-55.
Karajgi, B. et al. (1990). The prevalence of anxiety disorders in patients with chronic obstructive pulmonary disease. The American Journal of Psychiatry, 147:200-201.
Krommydas, GC. et al. (2001). Left-handedness and parental psychopathology in the course of bronchial asthma in childhood. Pediatric Asthma, Allergy and Immunology, 15(3):145-152.
Laurino, RA. et al. (2012). Respiratory rehabilitation: a physiotherapy approach to the control of asthma symptoms and anxiety. Clinics, 67(11):1291-1297.
Leith, DE. & Bradley, M. (1976). Ventilatory muscle strength and endurance training. Journal of Applied Physiology, 41:508-516.
Locker, D. (2008). Social determinants of health and disease. In G. Scambler. (Ed.), Sociology as applied to medicine. London: Elsevier Saunders.
Lucas, SR. & Platts-Mills, TAE. (2005). Physical activity and exercise in asthma: relevance to etiology and treatment.  The Journal of Allergy and Clinical Immunology, 115(5):928-934.
Lugogo, N. et al. (2010). Asthma. In: Mason RJ, Broaddus VC, Martin TR, et al, (eds). Murray & Nadel's Textbook of Respiratory Medicine. 5th ed. Philadelphia: Elsevier Saunders.
Μαρνέρας, Χ. (2009). Παιδικό Bρογχικό Άσθμα, Stress και Ψυχoλογικές Διαταραχές στην Οικογένεια. Νοσηλευτική, 48(1): 65–71.
Mascia, K. et al. (2005). Aspirin sensitivity and severity of asthma: evidence for irreversible airway obstruction in patients with severe or difficult-to-treat asthma.  The Journal of Allergy and Clinical Immunology, 116(5):970-975.
McIlwaine, M. (2007). Chest physical therapy, breathing techniques and exercise in children with CF. Paediatric Respiratory Reviews, 8:8-16. 
Miller BD, Wood B. (1991). Childhood asthma in interaction with family, school and peer systems: A developmental model for primary care. Journal of Asthma, 28:405–414
Moonie, S. et al. (2008). The relationship between school absence, academic performance, and asthma status. Journal of School Health, 78(3):140-8.  Διαθέσιμο στο: http://www.ncbi.nlm.nih.gov [Ανάκτηση 6/12/2014].
Moreno, MA. et al. (2007). Effect of a muscle stretching program using the Global Postural Reeducation method on respiratory muscle strength and thoracoabdominal mobility of sedentary young males. Jornal Brasileiro Pneumologia, 33(6):679-86.
Morris, JAM. (2014). Asthma Clinical PresentationΔιαθέσιμο στο: http://emedicine.medscape.com. [Ανάκτηση 30/11/2014].
Μπατσολάκη, Μ. & Μαρνέρας, Χ. (2001). Παιδικό Βρογχικό Άσθμα. Νεότερα Δεδομένα Νοσηλευτικής Φροντίδας και Αποκατάστασης στην Κοινότητα. Νοσηλευτική, 50(3): 288–296.
O’Sallivan, BP. & Freedman, SD. (2009). Cystic fibrosis. Lancet, 373(9678):1891-1904.
Paul, M. et al, (2009). Severe Exacerbations and Decline in Lung Function in Asthma. American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine, 179(1):19-24.
Parker-Oliver, D. (2005). Asthma Management: A Role for Social Work.  Health and Social Work, 30(2):167-170.
Παχή, Α. και συν. (2013). Ψυχοκοινωνικά Χαρακτηριστικά και ο Ρόλος της Οικογενειακής Υποστήριξης σε Ασθενείς με Βρογχικό Άσθμα. Εγκέφαλος, 50:43-49.
Pedersen, S, Dubus, JC. & Crompton, GK. (2010). The ADMIT series-issues in inhalation therapy. 5) Inhaler selection in children with asthma. Primary Care Respiratory Journal, 19:209-16.
Reid, WD. & Samrai, B. (1995). Respiratory Muscle Training for Patients with Chronic Obstructive Pulmonary Disease. Physical Therapy, 75:996-1005.
Reid, WD. & Warren, CPW. (1984). Ventilatory muscle strength and endurance training in elderly subjects and patients with chronic airflow limitation: a pilot study. Physiotherapy Canada, 36:305-311.
Reid, WD. & Pardy, RL. (1991). Long-term care of patients with chronic bronchitis and emphysema. In: Cherniak N. (Ed). Chronic Obstructive Pulmonary Disease. Philadelphia: WB Saunders Co.
Rosner, F. (1981). Maimonides’ Moses treatise on asthma. Thorax, 36(4): 245-251.
Ross, CE, Mirowsky, J.& Goldsteen, K. (1990). The impact of the family on health: the decade in review. Journal of Marriage and Family, 52(4):1059-1078. Διαθέσιμο στο: http://www.jstor.org. [Ανάκτηση 6/12/2014].
Sandhu, HS. (1986). Psychosocial issues in chronic obstructive pulmonary. Clinics in Chest Medicine, 7(4):629-642.
Sherwood, B. et al. (2000). Depressive symptoms and functioning in asthmatic patients. Primary Care Psychiatry, 6:155-161.
Slade, DJ. & Kraft, M. (2006). Airway remodeling from bench to bedside: current perspectives. Clinics in Chest Medicine. 27(1):71-85.
Snider, LG. (1989). Chronic obstructive pulmonary disease. A definition and implications of structural determinants of airflow obstruction for epidemiology. The American Review of Respiratory Disease, 140(3 Pt 2):S3-8. Διαθέσιμο στο: http://www.ncbi.nlm.nih.gov. [Ανάκτηση 6/12/2014].
Speer, MK. (1994). Pediatric Care Planning. 2nd Ed.  Springhouse Pub Co.
Tecklin, JS. (1981). Physical Therapy for Children with Chronic Lung Disease. Physical Therapy, 61:1774-1782.
Tracey, D. (2010). Physiotherapeutic management strategies for the treatment of cystic fibrosis in adults. Journal of Multidisciplinary Healthcare, 3:201-212.
Upton, MN, et al. (2000). Improving the quality of spirometry in an epidemiological study: The Renfrew-Paisley (Midspan) family study. Public Health, 114(5):353-60.
Urquhart, D. et al. (2012). Effects of a supervised, outpatient exercise and physiotherapy programme in children with cystic fibrosis. Pediatric Pulmonology, 47(12):1235-41.
U.S.Α. Department of Health and Human Services, National Institutes of Health (1995). Asthma & Physical Activity in the SchoolΔιαθέσιμο στο: http://www.nhlbi.nih.gov. [Ανάκτηση 2/12/2014].
Vamos, M. & Kolbe, J. (1999). Psychological factors in severe chronic asthma. The Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 33(4): 538-544.
ΨαράκηςΧ. (2001). Ψυχοκοινωνικές εκδηλώσεις σε ασθενείς που πάσχουν από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα.
Wright, RJ, Rodriguez, M. & Cohen, S. (1998). Review of psychosocial stress and asthma: an integrated biopsychosocial approach. Thorax, 53(12):1066-74.





Case Study
ΑΣΘΕΝΗΣ ΜΕΤΕΦΗΒΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ με ΡΗΞΗ ΠΡΟΣΘΙΟΥ ΧΙΑΣΤΟY ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ, ΕΣΩ ΠΛΑΓΙΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ και ΕΣΩ ΜΗΝΙΣΚΟΥ (δε)

Επιμέλεια: Χρήστος Γώγος

Η περίπτωση αφορά σε αθλήτρια του τριάθλου, 19 ετών, η οποία, κατά τη διάρκεια της άθλησής της, υπέστη τραυματισμό στο δεξί γόνατο, συνοδευόμενο με έντονο άλγος και οίδημα. Η διάγνωση ετέθη από το ιστορικό, την κλινική εικόνα, τη φυσική εξέταση και τις απεικονιστικές εξετάσεις. H ασθενής υπεβλήθη σε χειρουργική αποκατάσταση (συνδεσμοπλαστική) του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου.
Η συγκεκριμένη ασθενής, που ασχολείται με τον πρωταθλητισμό από την παιδική της ηλικία, διαμένει με την πολυμελή, νέα οικογένεια της μητέρας της, συνθήκη που της δημιουργεί αντικειμενικές δυσκολίες στην ανάρρωση και αποκατάστασή της.
Η άρθρωση του γόνατος είναι η πιο μεγάλη και πολύπλοκη άρθρωση στο ανθρώπινο σώμα. Υπόκειται σε μεγάλες πιέσεις και φορτίσεις και γι’ αυτό είναι ευπαθής σε οξείς τραυματισμούς (Hamilton & Luttgens, 2002). Αποτελείται από τρία οστά: το μηριαίο οστό, την κνήμη και την επιγονατίδα. Η άρθρωση του γόνατος σχηματίζεται από δύο επιμέρους αρθρώσεις, την κνημομηριαία και την επιγονατιδομηριαία άρθρωση, που περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακα. 
Σύμφωνα με το Συμεωνίδη (1996), η λειτουργική σταθερότητα, της άρθρωσης, προκύπτει τόσο από τα παθητικά σταθεροποιητικά στοιχεία (σύνδεσμοι, μηνίσκοι, αρθρικός θύλακας), όσο και από τα δυναμικά σταθεροποιητικά στοιχεία (μύες, τένοντες). 
Οι σύνδεσμοι της άρθρωσης διακρίνονται σε εξωτερικούς (επιγονατιδικός σύνδεσμος, έσω και έξω επιμήκης καθεκτικός σύνδεσμος της επιγονατίδας, έσω και έξω εγκάρσιος  καθεκτικός σύνδεσμος της επιγονατίδας, έσω και έξω πλάγιος σύνδεσμος,  λοξός ιγνυακός σύνδεσμος, τοξοειδής ιγνυακός σύνδεσμος) και εσωτερικούς (πρόσθιος και οπίσθιος χιαστός σύνδεσμος, εγκάρσιος σύνδεσμος, οπίσθιος μηνισκομηριαίος σύνδεσμος) (Schuenke et al., 2006).
Οι δύο διάρθριοι μηνίσκοι, ο έσω και ο έξω, ως ινοχόνδρινοι μηνοειδείς δίσκοι μεταξύ των μηριαίων κονδύλων και των κνημιαίων γληνών,  έχουν ως λειτουργική αποστολή, την λίπανση και σταθερότητα της άρθρωσης και την απορρόφηση των κραδασμών (Schuenke et al., 2006).
Τα δυναμικά σταθεροποιητικά στοιχεία της άρθρωσης είναι οι μύες που προσφύονται στο γόνατο μαζί με τους τένοντές τους (Συμεωνίδης, 1996). Οι μύες στην άρθρωση του γόνατος, ανάλογα με την κύρια λειτουργία τους, χωρίζονται σε καμπτήρες και εκτείνοντες. Κύριος εκτείνοντας του γόνατος είναι ο τετρακέφαλος μυς, με διπλή λειτουργία,  την έκταση του γόνατος και τη σταθεροποίηση της επιγονατίδας (Oatis, 2004).
Το γόνατο είναι μια τρισδιάστατη τροχοειδής άρθρωση, στην οποία πραγματοποιούνται κινήσεις κάμψης, έκτασης, στροφικές κινήσεις,  πρόσθια - οπίσθια μετατόπιση και έσω - έξω ολίσθηση. Η κίνηση της κάμψης - έκτασης είναι μια συνδυασμένη κίνηση, η οποία γίνεται στο οβελιαίο επίπεδο και συνοδεύεται από ταυτόχρονη κύλιση και ολίσθηση των μηριαίων κονδύλων πάνω στις κνημιαίες γλήνες  (Oatis, 2004). 
Η κινητικότητα είναι απαραίτητη στο τρέξιμο και το βέλτιστο προσανατολισμό του ποδιού, σε σχέση με τις ανωμαλίες του εδάφους. Κατά την κάμψη, το γόνατο είναι ασταθές και οι σύνδεσμοι και οι μηνίσκοι του είναι πιο επιρρεπείς σε τραυματισμούς. Κατά την έκταση, ενδεχόμενη κάκωση στο γόνατο, συνοδεύεται, συχνά, από κατάγματα των αρθρικών επιφανειών και ρήξη των συνδέσμων (Kapandji, 2000).
Η έσω σταθερότητα της άρθρωσης του γόνατος επιτυγχάνεται από τον έσω πλάγιο σύνδεσμο, που ευθύνεται κυρίως για τη σταθεροποίηση του γόνατος, όταν ασκούνται σε αυτό δυνάμεις βλαισότητας, ενώ ο έξω πλάγιος σύνδεσμος ευθύνεται κυρίως για την έξω σταθερότητα. Η προσθοπίσθια σταθερότητα του γόνατος διασφαλίζεται κυρίως από τους χιαστούς συνδέσμους, που βρίσκονται στο κέντρο της άρθρωσης. Ο οπίσθιος χιαστός διατείνεται κατά τη διάρκεια της κάμψης, ενώ ο πρόσθιος χιαστός διατείνεται κατά τη διάρκεια της έκτασης και βοηθά στον έλεγχο της υπερέκτασης (Γώγος, 2008a). Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή των χιαστών συνδέσμων στη ιδιοδεκτικότητα. Η διαπίστωση ύπαρξης αντανακλαστικού τόξου στους χιαστούς συνδέσμους επιβεβαιώνει ότι η φυσιολογική λειτουργία του γόνατος εξαρτάται από ένα κλειστό κύκλωμα νευρομυϊκού συντονισμού (Schultz et al., 1984). 
Τις τελευταίες τρείς δεκαετίες η συχνότητα εμφάνισης των κακώσεων του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου έχει αυξηθεί σημαντικά. Μόνο στις ΗΠΑ οι περιπτώσεις που καταγράφονται είναι περισσότερες από 200.000 ανά έτος (Hewett et al., 2010).
Οι περισσότερες, από τις κακώσεις του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, παρατηρούνται σε αθλούμενους. Η κάκωση εμφανίζει τη μεγαλύτερη συχνότητα της στις ηλικίες 15 έως 44 ετών. Η συχνότητα εμφάνισης, της κάκωσης του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, στο γόνατο, είναι αυξημένη στις γυναίκες, δύο έως τέσσερις φορές περισσότερο, σε σχέση με τους άντρες (Lyman et al., 2009).
Στην αναφερόμενη 19χρονη ασθενή, οι δραστηριότητες που φαίνεται να εμπλέκονται στη κάκωση του γόνατος, είναι εκείνες, που για την εκτέλεσή τους απαιτήθηκαν απότομες αλλαγές της κατεύθυνσης του σώματός της. Ενώ ως επιβαρυντικοί παράγοντες, που συνέβαλλαν στην κάκωση, μπορούν να αναφερθούν α) περιβαλλοντικοί, όπως οι σκληρές επιφάνειες άθλησης και β) ορμονικοί και ανατομικοί λόγω φύλου, όπως η χαλαρότητα του γόνατος και η στενή μεσοκονδύλια εντομή (Beynnon et al.,2005).
Επιπρόσθετα, ίσως να συνετέλεσαν επιπλέον, η μειωμένη μυϊκή επιστράτευση κατά τις απότομες αλλαγές ταχύτητας και κατεύθυνσης, η κυριαρχία του τετρακέφαλου σε σχέση με το δικέφαλο μηριαίο και η κυριαρχία του ενός ποδιού σε σχέση με το άλλο (Boden et al., 2000).
Ο απότομος ελιγμός με πλάγια βήματα (συνθήκη που εκθέτει τα γυναικεία γόνατα σε μεγαλύτερη βλαισότητα), είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση συνδυασμού κακώσεων στην άρθρωση που είναι γνωστές ως “ατυχής τριάδα”. Αυτή περιλαμβάνει ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, έσω πλαγίου συνδέσμου και ρήξη έσω μηνίσκου. Σημειωτέον ότι η ασθενής αντιλήφθηκε έναν χαρακτηριστικό ήχο κατά τη διάρκεια του τραυματισμού.
Η κάκωση προκλήθηκε από την έσω στροφή της κνήμης με ταυτόχρονη άσκηση τάσης βλαισότητας και έξω στροφής του μηρού. Τα θυλακοσυνδεσμικά στοιχεία, της έσω επιφάνειας της άρθρωσης, υποχώρησαν και επήλθε ρήξη του έσω πλαγίου συνδέσμου αρχικά, για να ακολουθήσει ο πρόσθιος χιαστός. Άλλωστε οι σύνδεσµοι που αποτελούνται από εύκαµπτες και παράλληλες δέσµες κολλαγόνων ινών, µπορούν να αντισταθούν µόνο σε εφελκυστικές δυνάµεις, ενώ δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν σηµαντικές συµπιεστικές ή δυνάµεις διάτµησης (Boden et al., 2000).
Τα μετατραυματικά προβλήματα που προέκυψαν, αφορούν σε έντονο πόνο αρχικά και αργότερα μειούμενο, ύδραρθρο, περιορισμό της κίνησης της άρθρωσης και λειτουργική αστάθεια. Η ασθενής εμφανίζει έλλειμμα σε ιδιοδεκτικότητα και ισορροπία, μείωση μυϊκής ισχύος και εμβιομηχανικές αλλαγές στο γόνατο και γενικότερα στο κάτω άκρο.
Στα πλαίσια αυτής της νέας πραγματικότητας, η ίδια, αντιμετωπίζει μια σειρά διακριτών και έντονα στρεσσογόνων καταστάσεων, μια ποικιλία βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων, που απαιτούν μια πολύπλοκη προσαρμογή. 
Η προσαρμογή αυτή, σε ό,τι αφορά στη βιολογική συνιστώσα, συνδέεται με τις κινητικές δυσλειτουργίες, τα λανθασμένα κινητικά πρότυπα, τις μειωμένες δυνατότητες και αντοχές, την αίσθηση μεγαλύτερης ευπάθειας, τους περιορισμούς στις μετακινήσεις και την ύπαρξη πόνου. Ο πόνος υποδηλώνει άγχος και σχετίζεται με διαστάσεις, όπως η λειτουργική και συναισθηματική ευεξία (Cella, 1993). 
Σχετικά με τη συναισθηματικό-ψυχολογικό επίπεδο εντοπίζονται ζητήματα επαναπροσδιορισμού στόχων και προσδοκιών, επαναξιολόγηση αξιών, διαταραχές της εικόνας του σώματος (Κυρίτση, 1999). Οι ψυχολογικές παράμετροι, λειτουργούν ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα και ως αιτία συντήρησης του χρόνιου πόνου (Keeley et al., 2008). 
Η οικογένεια, οι κοινωνικές δραστηριότητες και η αυτονομία στην ευεξία της ασθενούς, επηρεάζει την ποιότητα ζωής της, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Οι κοινωνικοί δεσμοί και ο τρόπος συμβίωσης των ανθρώπων είναι στοιχεία, που όχι μόνο επηρεάζουν το επίπεδο υγείας και τη συμπεριφορά που σχετίζεται με την υγεία, αλλά είναι ιδιαίτερης σημασίας, για το πώς ο κάθε άνθρωπος προσλαμβάνει και βιώνει την ασθένεια (Νάκου, 2001). 
Βέβαια οι προαναφερθείσες περιοχές (βιολογική, συναισθηματική, κοινωνική) είναι αλληλένδετες. Διαταραχές στη μία, προκαλούν διαταραχές στην άλλη (Γώγος, 2008b). Έτσι, ο περιορισμός της αυτονομίας της ασθενούς επηρεάζει τη συναισθηματική της κατάσταση, ενώ αδυναμία κινητοποίησης και συμμετοχής των μελών της οικογένειάς της στη θεραπευτική διαδικασία, εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας και απομόνωσης. 
Η νεαρή ασθενής φαίνεται πρόθυμη να ελέγξει την κατάστασή της και να εφαρμόσει στρατηγικές επίλυσης του προβλήματος. Λόγω ηλικίας έχει υψηλότερα επίπεδα ετοιμότητας στο μετεγχειρητικό πρόγραμμα, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η αποκατάσταση του πρόσθιου χιαστού, παρά τις εξελίξεις σε χειρουργικές τεχνικές και προγράμματα αποκατάστασης, παραμένει μια μακροχρόνια διαδικασία που απαιτεί εντατική προσπάθεια από τον ασθενή (Beynnon et al., 2005). Ως εκ τούτου, απαιτείται προσέγγιση πολλαπλών διαστάσεων, αντικειμενικών και υποκειμενικών.
Προέχει η σωστή ενημέρωσή της για τη φύση της κατάστασης και η συμβουλευτική υποστήριξη. Άλλωστε, η παροχή πληροφόρησης και η κατανόηση των αναγκών του αρρώστου, αμφισβητώντας την έννοια της “συμμόρφωσης”, ενισχύουν την αυτοφροντίδα και την αυτοπροστασία και ενθαρρύνουν τους αρρώστους να αναλάβουν ενεργό ρόλο (England & Evans, 1992. Donovan & Blake, 1992).
Παράλληλα, μέριμνα θα ληφθεί για την ψυχολογική προετοιμασία της νεαρής. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να παρακολουθείται η συμπεριφορά και η διαδοχή στον ψυχισμό της,  προκειμένου να ελεγχθούν ή και να τροποποιηθούν τα συναισθήματα και η στάση της. Η ψυχολογική υποστήριξη συνδέεται με την ειλικρινή προσέγγιση, ώστε να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και προϋποθέσεις για μελλοντική επικοινωνία ασθενούς και θεραπευτή. Η επικοινωνία θα βοηθήσει στην εξωτερίκευση των σκέψεων και των προβληματισμών, προκειμένου να της δοθεί η ανάλογη υποστήριξη και να διευθετηθούν εκκρεμείς υποθέσεις, που πηγάζουν από το ρόλο της ασθενούς στη οικογένεια και το κοινωνικό σύνολο ή την αθλητική κοινότητα (Γώγος, 2008b). 
Η ενθάρρυνσή να εκφράσει τον ενδεχόμενο θυμό της και να διερευνήσει τα συναισθήματά της, σχετικά με τα τροποποιημένα όρια του σώματός της, την ενδεχόμενη μεταβολή της εξωτερικής εμφάνισης, την απώλεια χρόνου αθλητικής προετοιμασίας, ή την αποτελεσματικότητα του προγράμματος αποκατάστασης, θα συντελέσει στην ευχερέστερη προσαρμογή στη νέα κατάσταση (Κυρίτση, 1999).
Αποκωδικοποιώντας τους μηχανισμούς επίδρασης του τραυματισμού στην ποιότητα ζωής, το πρόγραμμα αποκατάστασης θα ενσωματώνει δραστηριότητες που προάγουν τη βιολογική και ψυχική ευεξία και την εγρήγορση των βιολογικών λειτουργιών. Δεδομένης δε, της επάρκειας πόρων (διαθέσιμος χρόνος, κάλυψη εξόδων), η ωφέλεια που θα προκύψει από τη λειτουργική ενεργοποίηση, θα είναι μεγαλύτερη από το κόστος της. 
Ανάλογα με το στάδιο της διαδικασίας της αποκατάστασης, θα δοθεί έμφαση, στην σωστή εκπαίδευση της βάδισης με στόχο την κατοχύρωση του φυσιολογικού τρόπου βάδισης και στην εκπαίδευση να εκτελεί λειτουργίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στις καθημερινές της δραστηριότητες. Η αποκατάσταση, η οποία θα εστιάζει στη σταδιακή αύξηση της έντασης της ενδυνάμωσης, και του νευρομυϊκού συντονισμού θα ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας και αυτοεκτίμησης, παράλληλα με την προετοιμασία της επανόδου της νεαρής αθλήτριας, στις απαιτητικές δραστηριότητες του αθλήματός της.
Η χειρουργική αντιμετώπιση, αρθροσκοπικά, του εν λόγω τραυματισμού, σαφώς περιελάμβανε τεχνικές επαναδόμησης, ως υποκατάστατα του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Το πλεονέκτημα της χειρουργικής θεραπείας είναι ότι, ο σύνδεσμος αναγεννιέται και σύντομα επιτυγχάνεται η επαναφορά της πλήρους λειτουργικότητας (Beynnon et al., 2005). 
Τα μοσχεύματα που εμφυτεύονται μπορεί να είναι συνθετικά ή βιολογικά. Στην ανακατασκευή του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου χρησιμοποιούνται ευρέως βιολογικά μοσχεύματα, εξαιτίας της ικανοποιητικής ικανότητας αναγέννησης και ενσωμάτωσης τους μέσα στην άρθρωση. Τα βιολογικά αυτά μοσχεύματα μπορεί να είναι αυτομοσχεύματα ή αλλομοσχεύματα, καθένα από τα οποία έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του (Fu et al., 1999).
Μετά την πλαστική αποκατάσταση του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, η διαχείριση του πόνου, η αποκατάσταση της εμμένουσας αστάθειας του γόνατος, παράλληλα με την αποκατάσταση της μυϊκής αδυναμίας, τα ελλείμματα του εύρους κίνησης (ROM) και του οιδήματος, μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ικανότητας της νεαρής ασθενούς να συμμετάσχει σε λειτουργικές δραστηριότητες της καθημερινής της ζωής, αλλά και της δυνατότητας να αθληθεί εκ νέου με ασφάλεια (Van Grinsven et al., 2010). Άλλωστε, η πλαστική του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου θεωρείται πως είναι μια επιτυχημένη διαδικασία, που οδηγεί σε επιστροφή των προ-τραυματικών επιπέδων δραστηριότητας, για την πλειοψηφία των ασθενών (Shelbourne & Gray, 1997).
Κατά την έναρξη του σταδίου της κινητοποίησης, γίνονται μετρήσεις για τον έλεγχο της ατροφίας των µυών. Μετράται η περιφέρεια του µηρού στα 20εκ. και στα 5εκ. από τον ανώτερο πόλο της επιγονατίδας. Για την κνήµη, μετράται η περιφέρεια στα 15εκ. από το κατώτερο σηµείο της επιγονατίδας. Η µέτρηση που περιβάλλει την άρθρωση πληροφορεί για την ύπαρξη οιδήματος στην περιοχή. Πραγματοποιείται, δε, σύγκριση µε το υγιές κάτω άκρο. Η µέτρηση µε γωνιόμετρο για τη δυνατότητα κάµψης και έκτασης του γόνατος, παθητικά και ενεργητικά είναι απαραίτητη. Ελέγχεται το επίπεδο του πόνου, σε επίπεδο αρίθμησης από 0-10, στις κινήσεις της άρθρωσης, ενώ περιοχές αναισθησίας πρέπει να εκτιµηθούν γύρω από αυτήν, καθώς και η ικανότητα και ο τόνος όλων των περιαρθρικών µυών (Paulos et al., 1991).
Παλαιότερα, μετά από πλαστική προσθίου χιαστού συνδέσμου, η άρθρωση ακινητοποιούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να προστατευτεί το μόσχευμα. Η συντηρητική, αυτή, αντιμετώπιση είχε ως συνέπεια την εμφάνιση διαφόρων επιπλοκών, όπως ενδοαρθρικές επικολλήσεις, κριγμούς της επιγονατίδας, πόνο και μεγάλη αδυναμία του τετρακεφάλου μυός (Paulos et al., 1991). 
Ενδεικτικά, κατά τις πρώτες εβδομάδες θα εκτελεσθούν ισομετρικές και υποβοηθούμενες κινήσεις κάμψης-έκτασης της άρθρωσης. Έμφαση θα δοθεί στην σωστή εκπαίδευση της βάδισης με στόχο την κατοχύρωση του φυσιολογικού τρόπου βάδισης. Ταυτόχρονα ενθαρρύνεται η ασθενής να κάνει μειομετρικές ασκήσεις στο υπόλοιπο σώμα και στο μη χειρουργημένο σκέλος, όχι μόνο για τη διατήρηση μιας καλής καρδιαγγειακής κατάστασης και την αποφυγή ατροφίας των μη εμπλεκόμενων μυϊκών ομάδων, αλλά και για την έναρξη δραστηριοποίησης του χειρουργημένου μέλους μέσω του χιασμού των ερεθισμάτων (Van Grinsven et al., 2010).
Την 4η με 6η μετεγχειρητική εβδομάδα συνεχίζεται η ενδυνάμωση τετρακεφάλου/ οπισθίων μηριαίων και οι ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας και ισορροπίας, καθώς η ασθενής θα έχει αποκτήσει εύρος κίνησης από 00 εώς 900 και 1200 κάμψη. Επίσης γίνεται η σταδιακή αφαίρεση των βακτηριών και συνεχίζεται η επανεκπαίδευση βάδισης (Van Grinsven et al., 2010).
Η εξέλιξη του προγράμματος αποκατάστασης ενδυνάμωσης των μυών, κατά τις επόμενες 7-8 εβδομάδες θα εστιάσει σε ισοτονικές ασκήσεις με βασικό οδηγό τον πόνο. Στις επόμενες μετεγχειρητικές εβδομάδες, η απόκτηση του πλήρους εύρους κίνησης, είναι ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια για τη βελτίωση της δύναμης των μυών και νευρομυϊκής αναπροσαρμογής. Από εκεί και πέρα, η φυσικοθεραπεία θα εστιάσει στην ανάπτυξη και τη μεγιστοποίηση της αντοχής και της δύναμης των μυών, του νευρομυϊκού ελέγχου, τη λειτουργική σταθερότητα του γόνατος και την αμφίπλευρη συμμετρία των άκρων σε λειτουργικές δραστηριότητες, αλλά και στις απαιτητικές δραστηριότητες του αθλήματός (Van Grinsven et al., 2010. Thomee et al., 2011).
Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι στους 9 μήνες μετά την εγχείρηση, οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στο άθλημά τους, αλλά οι κλινικές μελέτες δείχνουν ότι αυτό το χρονικό διάστημα είναι μάλλον ανεπαρκές και ότι ένας αθλητής χρειάζεται τουλάχιστον ένα χρόνο μετά από τον τραυματισμό, για να επιστρέψει πλήρως στις απαιτητικές δραστηριότητες του αθλήματός του, δίχως αυξημένο κίνδυνο επανατραυματισμού (Myer et al., 2006. Myer et al., 2008.  Van Grinsven et al., 2010. Thomee et al., 2011).

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  • Beynnon, BD. et al. (2005). Treatment of Anterior Cruciate Ligament Injuries, Part I. The American Journal of Sports Medicine, 33(10):1579-1602.
  • Boden, BP. et al. (2000). Mechanisms of anterior cruciate ligament injury. Orthopedics, 23(6):573-578.
  • Donovan, JL. & Blake, DR. (1992). Patient non-compliance: Deviance or reasoned decision-making? Social Science & Medicine, 34(5): 507-513.   
  • Cella, D. (1993). Quality of Life: Concepts and Definition. Journal of Pain and Symptom Management, 9:186-192.
  • Γώγος, Χ. (2008a). Σημειώσεις Εφαρμοσμένης Φυσικοθεραπείας. ΙΕΚ Βεροίας.
  • Γώγος, Χ. (2008b). Ποιότητα ζωής ατόμων με χρόνια νοσήματα. Θεωρία κοινωνικής παράγωγης λειτουργιών. Οργάνωση και Διοίκηση Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας. Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ΔΥΥ, Βορείου Ελλάδος 2008 – 2010, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
  • England, SL. & Evans, J. (1992). Patient’s choices and perception after an invitation to participate in treatment decision. Social Science & Medicine, 34(1):12017-1225.
  • Hamilton, N. & Luttgens, K. (2002). Kinesiology: Scientific basis of human motion. McGraw-Hill.
  • Fu et al., (1999). Current trends in anterior cruciate ligament reconstruction. Part 1: Biology and biomechanics of reconstruction. Am J Sports Med 27 (6):821-830.
  • Hewett, TE. et al. (2010). Understanding and Preventing Acl Injuries: Current Biomechanical and Epidemiologic Considerations. North American Journal of Sports Physical Therapy, 5(4):234-251.
  • Kapandji, IA. (2000). Η Λειτουργική Ανατομική των Αρθρώσεων. 5η έκδοση, Ιατρικές εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδης, Αθήνα.
  • Keeley, P. et al. (2008). Psychological predictors of health-related quality of life and health service utilization in people with chronic low back pain. Pain, 135: 142-150.
  • Κυρίτση, Ε. (1999). Διαταραχή της Ιδεατής Εικόνας του Σώματος. Νοσηλευτική, 38(3): 238-243.
  • Lyman, S. et al. (2009). Epidemiology of anterior cruciate ligament reconstruction: trends, readmissions, and subsequent knee surgery. The Journal of Bone & Joint Surgery, 91(10):2321-2328.
  • Myer GD et al. (2006). Rehabilitation after anterior cruciate ligament reconstruction: criteria-based progression through the return-to-sport phase. Journal of Orthopaedic & Sports Physical Therapy, 36 (6):385-402.
  • Myer GD et al.  (2008). Neuromuscular training techniques to target deficits before return to sport after anterior cruciate ligament reconstruction. Journal of Strength and Conditioning Research, 22 (3):987-1014.
  • Νάκου, Σ. (2001). Η εκτίμηση της ποιότητας ζωής στο χώρο της υγείας. Εφαρμογές στην Παιδιατρική. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18(3): 254-266.
  • Oatis, C. (2004). Kinesiology: Mechanics and Pathomechanics of Human Motion. Lippincott Williams and Wilkins, Philadelphia.
  • Paulos L. et al. (1991). Knee Rehabilitation after Anterior Cruciate Ligament Reconstruction and Repair. Journal of Orthopaedic & Sports Physical Therapy, 13(2): 60-70.
  • Schuenke, M. et al. (2006). Atlas of Anatomy: General Anatomy and Musculoskeletal System. Thieme, New York.
  • Schultz, RA. et al. (1984). Mechanoreceptors in human cruciate ligaments. A histological study. Journal of Bone and Joint Surgery, 66: 1072-1076.
  • Συμεωνίδης, Κ. (1996). Ορθοπαιδική και Τραυματολογία. UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη.
  • Shelbourne, KD. & Gray, T. (1997). Anterior cruciate ligament reconstruction with autogenous patellar tendon graft followed by accelerated rehabilitation. A two-to nine-year follow-up. The American Journal of Sports Medicine, 25(6):786-795.
  • Thomee R. et al. (2011). Muscle strength and hop performance criteria prior to return to sports after ACL reconstruction. Knee Surgery, Sports Traumatology, Arthroscopy,  19 (11):1798-1805.  
  • Van Grinsven, S. et al. (2010). Evidence-based rehabilitation following anterior cruciate ligament reconstruction. Knee Surgery, Sports Traumatology, Arthroscopy, 18(8):1128-1144.
ΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ και ΜΗΧΑΝΙΚΗ
  • Arnheim, D. D., & Prentice, W. E. (1993). Principles of athletic training. St. Louis: Mosby.
  • Γώγος, Χ. (2000). Φυσική Δραστηριότητα και Μηχανικοί Παράγοντες στην Αποκατάσταση της Οστεοπόρωσης. Νοσηλευτική, 39(2) : 195-199
  • Γώγος, Χ. (2011). Φροντίδα Γηριατρικών Ασθενών με Κατάγματα του Ισχίου από Οστεοπόρωση». Επιθεώρηση Υγείας, 22 (128): 37-41.



Η Φυσικοθεραπεία ασχολείται με την κίνηση, βοηθώντας τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά και αποδοτικά το σώμα τους. Ο Φυσικοθεραπευτής έχει ως σκοπό την αποκατάσταση μιας μειωμένης λειτουργικής ικανότητας του ασθενούς. Το βασικό “εργαλείο” στην αποκατάσταση είναι η κίνηση.
Αν θέλουμε να αντιληφθούμε την ανθρώπινη κίνηση θα πρέπει να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τους νόμους της Μηχανικής. Η γνώση των αρχών της Μηχανικής από τον Φυσικοθεραπευτή αποτελεί τον οδηγό, για τον προγραμματισμό των θεραπευτικών προγραμμάτων.
Για να γίνει κατανοητή όμως η παρέκκλιση από το φυσιολογικό, είναι απαραίτητη η γνώση της φυσιολογικής κίνησης. Η Κινησιολογία και κατ’ επέκταση η  κινησιοθεραπεία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες περιοχές ενδιαφέροντος των Φυσικοθεραπευτών.
Παρακολουθώντας το μυϊκό σύστημα, βλέπουμε πως οι μυς διαφέρουν ως προς την τοποθέτηση των μυϊκών τους ινών. Αυτή η κατασκευή τους είναι καθοριστική, όχι μόνο για τη δύναμη του μυός, αλλά και για την απόσταση που μπορεί το οστό να διανύσει, όταν ο μυς βραχύνεται ή επιμηκύνεται.
Η δράση ενός μυ, επηρεάζεται και από τις προσφύσεις του, δηλαδή το σταθερό ή όχι σημείο, για την εκτέλεση μιας κίνησης, όπως επίσης από τη γωνία έλξης του, που καθορίζει με τη σειρά της τις στροφικές και σταθεροποιητικές ροπές. Ο σκοπός του Φυσικοθεραπευτή στην αποκατάσταση, είναι η ισορροπία όλων των δυνάμεων που χρειάζεται το άτομο, για να επιτύχει αυτό που πρέπει και χρειάζεται κάθε φορά (κίνηση, ισορροπία, μεταφορά βάρους, βάδιση).
Όταν δύο ή περισσότεροι μυς, ενεργούν πάνω σε ένα οστό, παράγουν κάποιο έργο. Το έργο αυτό είναι ανάλογο της δύναμης, που αναπτύσσεται από κάθε μυ ξεχωριστά. Η κατεύθυνση της κίνησης θα εξαρτηθεί από την ποσοστιαία συμμετοχή του κάθε μυ ξεχωριστά, από το είδος της άρθρωσης, καθώς και από τους άλλους βοηθητικούς μυς που θα σταθεροποιήσουν το οστό για να κινηθεί.
Η διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας μιας άρθρωσης επηρεάζει δραστικά την ποιότητα της κίνησης. Επομένως, απαιτείται γνώση, όχι μόνο των αιτίων που προκάλεσαν τη συγκεκριμένη διαταραχή, αλλά και γνώση των μυών που θα ενεργήσουν, των πλεονεκτημάτων τους - σε σχέση με τη γωνία έλξης τους - του μήκους τους, της επιτάχυνσης που δοθεί για να κινηθεί το μέλος, της οποιασδήποτε τριβής στην άρθρωση και στην επιφάνεια που το μέλος θα κινηθεί (Γώγος, 2000).
Στην αποκατάσταση θα πρέπει να γνωρίζουμε με ακρίβεια, όχι μόνο το ποσό της δύναμης που θα χρειασθεί για να κινηθεί ένα μέλος, αλλά και τους περιοριστικούς παράγοντες, που αναφέρονται σε βραχύνσεις μυών, αρθρικού θύλακα και  συνδέσμων (Arnheim & Prentice, 1993).
Η βοήθεια της βακτηρίας (πατερίτσας) στον ασθενή, τα τεχνητά μέλη και οι διάφοροι κηδεμόνες προϋποθέτουν σαφή γνώση των μηχανικών αρχών που διέπουν τη λειτουργία τους, σε σχέση με το μυοσκελετικό σύστημα, που παράγει έργο (Γώγος, 2011).
Εν κατακλείδι, για τη  Φυσικοθεραπεία ως επιστήμη της αποκατάστασης, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, η κατανόηση της ανθρώπινης κίνησης, η γνώση των νόμων που διέπουν την κίνηση των υλικών σωμάτων και η γνώση του αποτελέσματος της κίνησης στο ανθρώπινο σώμα. Ενισχυμένη με αυτή τη γνώση συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, προάγοντας την αυτοεξυπηρέτηση και αυτονομία τους, βελτιώνοντας την ικανότητα μετακίνησής τους με περισσότερη ασφάλεια και αυξάνοντας την  κοινωνικότητά τους.

Βιβλιογραφικές Αναφορές:


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΣΦΥΟΠΥΕΛΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ Ο οσφυο-πυελικός ρυθμός αφορά σε ένα ειδικό, οργανωμένο πρότυπο κίνησης που xαρακτηρίζεται από το συντονισμό της περιοχής της οσφύος και των ισχίων που συνδέονται με τη λεκάνη κατά την κίνηση κάμψης-έκτασης της σπονδυλικής στήλης (ΣΣ), 1-3 όπου παρατηρείται πρόσθια και οπίσθια κλίση της λεκάνης. 4  Πρόκειται, δηλαδή για την αρμονική συνεργασία κορμού, πυέλου και ισχίων που αποτελούν ένα ευέλικτο, δυναμικό σύνολο που προσαρμόζεται στις όποιες απαιτήσεις για στάση, βάδιση και επιβίωση γενικότερα. 5 Η πυελική ζώνη συνδέει το σκελετό του κορμού με τα ισχία. Αποτελείται από δύο ανώνυμα οστά που συντάσσονται εμπρός με την ηβική σύμφυση και πίσω με τη σπονδυλική στήλη, με την παρεμβολή του ιερού οστού με τις ιερολαγόνιες αρθρώσεις. 6  Η συσχέτιση της πυέλου και της οσφυϊκής μοίρας βασίζεται στο ότι, η οσφυϊκή μοίρα της ΣΣ εδράζεται στο ιερό οστό. Τα ισχία υποβαστάζουν τη λεκάνη και δέχονται αθροιστικά όλες τις ροπές που τους διοχετεύονται από το ιερό οστό.
Κάταγμα colles Το κάταγμα colles αφορά σε κάταγμα του περιφερικού άκρου της κερκίδας. Από την εποχή του Ιπποκράτη εως τον 19ο αι. τα κατάγματα αυτά εκλαμβάνονταν, λανθασμένα, ως εξαρθρήματα του καρπού (Peltier, 1984). Η παλαιότερη ακριβής περιγραφή του κατάγματος έγινε από τον Pouteau. Δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκτός Γαλλίας. Ο Abraham Colles, το 1814, βασισμένος στην κλινική εικόνα, περιέγραψε το κάταγμα και πιστώθηκε το όνομά του (Patel & Paksima, 2010). Κύρια αιτία είναι τα ατυχήματα (πτώση στο επηρεαζόμενο άκρο, άμεση πλήξη, βία), ενώ ως ενοχοποιητικοί παράγοντες αναφέρονται: •           Κακής ποιότητας οστό ( οστεοπόρωση) •           Έλλειψη ασβεστίου και βιταμίνης D •           Μετεμμηνόπαυση (έλλειψη οιστρογόνων) •           Μειωμένη μυïκή μάζα •           Προχωρημένη ηλικία (πιο εύθραυστα οστά) •           Συμμετοχή στον αθλητισμό (Fernandez, Gruen & Herndon, 1997. O'Neill et al, 2001. MacDermid et al, 2002. Hollevoet & Verdonk,
Έξω Διάστρεμμα Ποδοκνημικής (ΠΔΚ) Lateral Ankle Sprain (LAS) Ιστορικό νόσου 1723, ο Jean - Louis Petit τονίζει τις δυσμενείς επιπλοκές των διαστρεμμάτων της ΠΔΚ άρθρωσης, επί ανεπαρκούς αντιμετώπισης 1773, o Bromfield W . επίσης τονίζει την επικίνδυνη φύση των διαστρεμμάτων της ΠΔΚ 1803, o Alexis Boyer αναφέρεται στις συνδεσμικές κακώσεις μελετώντας πτωματικά παρασκευάσματα 1934, ο Elmslie RC . περιγράφει τη θεραπεία της πλευρικής αστάθειας της ΠΔΚ άρθρωσης με τη χρήση μοσχεύματος από τη μηριαία περιτονία 1965, πρώτος ο Freeman Μ. περιέγραψε τη λειτουργική αστάθεια της ΠΔΚ Αιτιολογία Κύρια αιτία είναι οι πτώσεις, η έντονη σωµατική δραστηριότητα, η εντατική άθληση Ο μηχανισμός κάκωσης είναι η πελματιαία κάμψη με ανάσπαση έσω χείλους και προσαγωγή του άκρου ποδός. Ως π ροδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται: το αυξημένο σωµατικό βάρος τα ακατάλληλα υποδήματα η χρόνια εξωτερική αστάθεια ΠΔΚ η κακή φυσική κατάσταση η ανεπαρκής προθέρμανση πριν την