Η Σχετιζόμενη με την Υγεία Ποιότητα Ζωής
Ποιότητα Ζωής
Η ποιότητα ζωής, το «ευ
ζην», είχε απασχολήσει τους Έλληνες στοχαστές ήδη από την αρχαιότητα. Σύμφωνα
με την Αριστοτελική ηθική, αν ο σκοπός κάθε ανθρώπινης πράξης προσδιορίζεται
από την αναζήτηση της ευδαιμονίας, η ευδαιμονία, απορρέει από την ικανοποίηση
του νου. Χωρίς την ηθική ακαμψία του Πλάτωνος, που απαρνήθηκε κάθε ικανοποίηση
που σχετίζεται με τις αισθήσεις, ο Αριστοτέλης δεν απέρριπτε και την
ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών, με προϋπόθεση το λογικό έλεγχο και το μέτρο.
Στα «Ηθικά Νικομάχεια»,
αναφέρει, ότι οι περισσότεροι, απλοί και μορφωμένοι, συμφωνούν, πως το
σπουδαιότερο αγαθό είναι η ευδαιμονία και θεωρούν, ότι η ποιότητα ζωής (ευ ζην)
και η ευημερία (ευ πράττειν) ταυτίζονται με την ευδαιμονία. Προσθέτει, ότι οι
πολλοί και οι σοφοί, διαφωνούν με τον ορισμό της ευδαιμονίας και δεν την
αποτιμούν με τον ίδιο τρόπο, καθώς άλλοι την κατατάσσουν στα απτά όπως η ηδονή
και ο πλούτος και άλλοι σε κάτι διαφορετικό ώστε ο ίδιος άνθρωπος θεωρεί
ευδαιμονία την υγεία, όταν είναι άρρωστος και τον πλούτο, αντίστοιχα, όταν
είναι φτωχός (Αριστοτέλης, Μεταφραστική ομάδα Κάκτου, 1993).
Σύμφωνα με τον ορισμό του
πρώτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων, η ευδαιμονία είναι μια ευχάριστη ψυχική
κατάσταση, που προκύπτει από τη δραστηριότητα της ψυχής, εφόσον αυτή η
δραστηριότητα είναι σύμφωνη με την τέλεια αρετή (Μπέλλα & Δαμάσκος, 2009).
Η αύξηση του ενδιαφέροντος
για την ποιότητα ζωής, αποτυπώνεται στις διακηρύξεις και συμβάσεις διεθνών
οργανισμών όπως ο ΟΗΕ και ο ΠΟΥ. Ενώ με τη Διακήρυξη του Ρίο, το 1992, υπάρχει
η δέσμευση για αειφόρο ανάπτυξη, που υπερβαίνει μια αμιγώς περιβαλλοντική
έννοια και θέτει τη θεμελιώδη πρόκληση, της διασφάλισης καλύτερης ποιότητας
ζωής, τόσο για τις σημερινές, όσο και για τις μελλοντικές γενιές (Παπαδάκης,
2006).
Ο ΠΟΥ προσεγγίζει την
ποιότητα ζωής, μέσω της υποκειμενικής αντίληψης των ανθρώπων, για τη θέση τους
στη ζωή. Αντίληψη που διαμορφώνεται από το πολιτιστικό μόρφωμα, τους στόχους
και τις προσδοκίες των ατόμων (WHOQOL GROUP, 1995).
Ο ορισμός της υγείας,
ως κατάστασης, που χαρακτηρίζεται από πλήρη σωματική, ψυχική και κοινωνική
ευεξία, επικαλύπτει ως ένα βαθμό την έννοια της ποιότητας ζωής. Η ποιότητα ζωής
που σχετίζεται με την υγεία (Health
Related
Quality
of
Life),
είναι η αξία που σχετίζεται με τη διάρκεια της ζωής, όπως αυτή διαμορφώνεται
από τις μειονεξίες, τις προσωπικές αντιλήψεις και τις κοινωνικές ευκαιρίες και
επηρεάζεται από την ασθένεια, τον τραυματισμό, τη θεραπεία και την πολιτική
υγείας (Διλιντάς & Σεβαστάκη, 2005). Η ποιότητα ζωής σε συνάρτηση με την
γενική υγεία (Generic
Health
Related
Quality
of
Life),
ανταποκρίνεται στις περισσότερες συνθήκες της κλινικής Ιατρικής, ενώ η ποιότητα
ζωής σε συνάρτηση με μια συγκεκριμένη ασθένεια (Disease Specific Quality of Life), αφορά στην επίδραση μιας
συγκεκριμένης νόσου και της θεραπείας της, στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Στον προσδιορισμό του
συγκεκριμένου όρου έχουν συμβάλλει διάφορες επιστήμες (Οικονομικά,
Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Ιατρική), που εξετάζουν την έννοια της ποιότητας ζωής
από διαφορετικό πρίσμα (Torrance,
1982).
Ωστόσο αποτελεί κοινό
τόπο ότι, η ποιότητα ζωής αποτελεί τη συνισταμένη επιμέρους συνιστωσών
ικανοποιητικής λειτουργίας, σε βασικούς τομείς, οι οποίοι περιλαμβάνουν την
σωματική, οικονομική, κοινωνική, και ψυχολογική διάσταση (Cella, 1993).
Σωματική Διάσταση
Η καλή σωματική
κατάσταση αφορά στα συμπτώματα και τις εκδηλώσεις της νόσου, την αντιμετώπιση
της και την ικανότητα του ατόμου να εκτελεί δραστηριότητες σε προσωπικό,
εργασιακό ή κοινωνικό επίπεδο (Fallowfield,
1991. Παπαδάτου, 1995).
Η
υγεία θεωρείται θεμέλιο και προϋπόθεση οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του
ατόμου και του πληθυσμού. Είναι σκοπός και μέσο (Κρεμαστινού, 2007), αποτελεί
τη σημαντικότερη και πιο επιθυμητή κατάσταση ύπαρξης και τοποθετείται ψηλότερα
από κάθε άλλη επιλογή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Έλληνες-μεταξύ όλων των
Ευρωπαίων πολιτών-δίνουν τη μεγαλύτερη αξία στην υγεία τους και τη θεωρούν την
σημαντικότερη προτεραιότητα (Κυριόπουλος και συν, 2003). Οι επιπλοκές της
ασθένειας, ο πόνος και οι αναπηρίες δημιουργούν περιορισμούς στην επίτευξη των
λειτουργικών στόχων, αυξάνουν το κόστος (χρήμα, χρόνος) και γενικά έχουν αρνητική
επίδραση στην ποιότητα ζωής.
Οικονομική Διάσταση
Η οικονομία επηρεάζει
την ποιότητα ζωής με την κατανομή των οικονομικών πόρων, μέσω των οποίων
διενεργούνται αγορές και προμήθειες προϊόντων και υπηρεσιών. Η φτώχεια
συνοδεύεται από δυσμενείς καταστάσεις, που απέχουν από οποιοδήποτε αξιοπρεπή
ορισμό της ανθρώπινης ευπρέπειας, όπως ο υποσιτισμός, ο αναλφαβητισμός, ο
κοινωνικός αποκλεισμός, η υψηλή θνησιμότητα και το χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης
(Κρεμαστινού, 2007). Δεν προσμετράται μόνο με δείκτες χαμηλού εισοδήματος αλλά
υπονομεύει ένα ολόκληρο φάσμα ανθρώπινων δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της
υγείας, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Ακόμη και σε πλούσιες
χώρες οι ευρισκόμενοι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση έχουν λιγότερες
ασθένειες και ζουν περισσότερα χρόνια. Οι συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι ζουν
και εργάζονται, επηρεάζουν την ποιότητα και το μάκρος της ζωής τους. Σύμφωνα με
εκτιμήσεις, η υγεία του ανθρώπου επηρεάζεται σε ποσοστό 20-30% από το ευρύτερο
οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον
(Τούντας, 2001).
Συγκρίνοντας
διαφορετικούς πληθυσμούς, πλούσια και φτωχά κράτη, οι ανισότητες ισχύος και
πλούτου συνεχίζουν να δημιουργούν διαφορές στο βιοτικό επίπεδο, στην ποιότητα
του φυσικού περιβάλλοντος και την παραγωγικότητα των οικοσυστημάτων. Επιπλέον,
η οικονομική ανάπτυξη μιας κοινωνίας, δύναται να προκαλέσει δυσμενείς
επιπτώσεις στον πληθυσμό, όταν υποβαθμίζονται περιβαλλοντικά διάφορες περιοχές
(Παπαδάκης, 2006).
Κοινωνική Διάσταση
Στην κοινωνική διάσταση
υπάγεται μια σειρά λειτουργιών, που αφορούν στην κοινωνική υποστήριξη, την συνοχή
της οικογένειας, ακόμη και τις σεξουαλικές σχέσεις. Ωστόσο, η καλή κοινωνική
κατάσταση είναι δύσκολο να προσδιορισθεί (Cella, 1993. Meeberg, 1993). Θεμέλιο του
οράματος, πάνω στο οποίο κτίζονται οι σύγχρονες στρατηγικές υγείας, αποτελεί η
παραδοχή, ότι η υγεία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική και
οικονομική ανάπτυξη. Ο ΠΟΥ ορίζει ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την υγεία,
μεταξύ άλλων, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα, την εκπαίδευση και τη
στέγαση (Κρεμαστινού, 2007).
Η αρρώστια και η υγεία
δεν είναι απλώς βιολογικά καθορισμένα φαινόμενα και η πιθανότητα να αρρωστήσει
κανείς, συνδέεται, συχνά, από την κοινωνική του θέση. Οι κοινωνικές
ανισότητες, προκαλούν ανισότητες και στο
επίπεδο υγείας και ποιότητας ζωής, οι οποίες μπορεί να αυξηθούν περισσότερο,
ανάλογα με το βαθμό ευπάθειας απέναντι στους κινδύνους που απειλούν την υγεία.
Η
μεγάλη σημασία που έχει η οικογένεια, οι κοινωνικές δραστηριότητες και η
αυτονομία στην ευεξία του ανθρώπου, προκύπτει και από το μοντέλο 12 παραγόντων
που παίζουν κύριο ρόλο στην “αντιλαμβανόμενη ποιότητα ζωής” (Νάκου, 2001):
1. αυτοαντίληψη
2. οικογενειακή
ζωή
3. οικονομικό
επίπεδο
4. απόλαυση
ζωής
5. στέγη
6. οικογενειακές
δραστηριότητες
7. διάθεση
χρόνου
8. δραστηριότητες
ελεύθερου χρόνου
9. κυβέρνηση
10. πρόσβαση
σε υπηρεσίες και αγορά
11. υγεία
12. εργασία,
απασχόληση
Οι κοινωνικοί δεσμοί
και ο τρόπος συμβίωσης των ανθρώπων είναι στοιχεία που επηρεάζουν όχι μόνο το
επίπεδο υγείας και τη συμπεριφορά που σχετίζεται με την υγεία, αλλά είναι
ιδιαίτερης σημασίας για το πώς ο κάθε άνθρωπος προσλαμβάνει και βιώνει την
ασθένεια. Όταν η νόσος συνοδεύεται από κοινωνικό στίγμα, δημιουργείται φόβος
που οδηγεί σε περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό (Fallowfield, 1991).
Για τους ασθενείς με
χρόνια νοσήματα, η διατήρηση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, καθώς και
η κοινωνική υποστήριξη είναι μείζονος σημασίας για τη διατήρηση ενός
ικανοποιητικού επιπέδου ποιότητας ζωής.
Σε μια κοινωνία με
συγκεκριμένους εργασιακούς στόχους, η εργασία αποκτά ιδιαίτερη κοινωνική
σημασία, που ξεπερνά την οικονομική της διάσταση. Η ανεργία στερεί από το άτομο
τον κοινωνικό ρόλο και τη λειτουργία του. Παράμετροι που σχετίζονται με την
ανεργία στο πλαίσιο της ποιότητας ζωής είναι η νοσηρότητα και η θνησιμότητα,
που αυξάνονται με την αύξηση της ανεργίας και την επιδείνωση των συνθηκών
διαβίωσης (Μάινα, 2008). Ωστόσο η εργασία δεν σχετίζεται πάντοτε με την
ικανοποίηση, καθώς προκαλεί άγχος και ανταγωνισμό (Fallowfield, 1991. Cella, 1993).
Ψυχολογική Διάσταση
Ο ψυχολογικός τομέας
είναι άμεσα συνδεδεμένος με την αντίληψη των ανθρώπων για τη ζωή τους, την
ασθένεια τους και τον ίδιο τους τον εαυτό. Όταν οι στρατηγικές που ενεργοποιεί
είναι αποτελεσματικές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων, που προβάλλει η
χρόνια αρρώστια, τότε διατηρεί μια θετική εικόνα για τον εαυτό του ενώ στην αντίθετη περίπτωση, η αυτοεκτίμηση
μειώνεται (Μηνασίδου & Λεμονίδου, 2005).
Η ενεργός και αισιόδοξη
αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας, που περιλαμβάνει αναζήτηση πληροφοριών,
δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και διεκδίκηση ικανοποιητικής
φροντίδας έχει θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής αλλά και στην διάρκεια
επιβίωσης (Παπαδάτου, 1995). Η παροχή πληροφόρησης και η κατανόηση των αναγκών
του αρρώστου, αμφισβητώντας την έννοια της “συμμόρφωσης”, ενισχύουν την
αυτοφροντίδα και την αυτοπροστασία και ενθαρρύνουν τους αρρώστους να αναλάβουν
ενεργό ρόλο (England
&
Evans,
1992. Donovan
&
Blake,
1992).
Χρόνια Νόσος και Ποιότητα Ζωής
Στις σύγχρονες
κοινωνίες, οι χρόνιοι ασθενείς, ζουν περιόδους μακράς διάρκειας, στο πεδίο των
χρόνιων παθήσεων. Στο βαθμό που η αρρώστια επιφέρει δυσλειτουργικές και περιοριστικές
επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τη σωματική και ψυχοκοινωνική κατάσταση του ασθενούς,
η αβεβαιότητα εγκαθίσταται στο επίκεντρο της υποκειμενικής εμπειρίας πολλών
παθήσεων. Ο χρόνιος ασθενής διάγει συναισθηματικούς όρους ύπαρξης και
διαβίωσης, που επιδρούν δεσμευτικά και περιοριστικά στην ικανοποίηση της
ανάγκης για υψηλού επιπέδου ποιότητα ζωής (Σαρρής και συν, 2008).
Σύμφωνα με την
Παπαδάτου (1995), η διάγνωση της χρόνιας νόσου συνοδεύεται από μια μακρά
διαδικασία προσαρμογής, μέσω στρατηγικών, που προσδιορίζονται από τρεις ομάδες
παραγόντων: α) τους παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με την αρρώστια (φύση,
σοβαρότητα, έκβαση κλπ), β) τους παράγοντες που συνδέονται με τη χρονική στιγμή
εμφάνισης και γ) τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες (φύλο, ηλικία, υποστηρικτικό
δίκτυο, οικονομικό επίπεδο κλπ.). Οι φάσεις προσαρμογής, σύμφωνα με το μοντέλο
Doca (Παπαδάτου, 1995), διακρίνονται σε :
1. Προδιαγνωστική
φάση. Οι αντιδράσεις ποικίλουν, από την αγνόηση των συμπτωμάτων ή την αποφυγή
ανάληψης οποιασδήποτε δράσης, ως την κινητοποίηση για την διευκρίνιση της
κατάστασης.
2. Οξεία
φάση. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που χαρακτηρίζεται από
έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις και λήψη σημαντικών αποφάσεων από τον άρρωστο και την οικογένεια
του.
3. Χρόνια
φάση. Εκτείνεται ως την τελική έκβαση (ίαση ή θάνατος) και απαιτεί συνεχείς
προσαρμοστικές προσπάθειες. Η μορφή της ποικίλει τόσο στη βάση των
χαρακτηριστικών του ασθενή, όσο και στη βάση των χαρακτηριστικών της
νόσου.
Σε όλες τις φάσεις μιας
χρόνιας ασθένειας, ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το ζήτημα της ποιότητας ζωής, Η
χρόνια ασθένεια έχει επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πασχόντων και στις
κοινωνικές σχέσεις τους. Το άτομο αναζητά μια νέα ισορροπία, μέσω του
συγκερασμού επιθυμιών, αναγκών και ικανοτήτων (Παπαδάτου, 1995).
Επίσης, προβάλλουν
θέματα, που αφορούν στις νέες μειωμένες δυνατότητες και αντοχές, την αίσθηση
μεγαλύτερης ευπάθειας, την ύπαρξη πόνου και τις μορφολογικές αλλαγές, είτε
εξαιτίας της ασθένειας, είτε εξαιτίας της θεραπείας (Andersen, 2002).
Οι συνακόλουθες της
ασθένειας, επιπτώσεις, αφορούν, τόσο στο πεδίο της σωματικής, όσο και στο πεδίο
της ψυχοκοινωνικής λειτουργικότητας των ασθενών (Σαρρής και συν., 2008), με
επιδράσεις στην ποιότητα ζωής, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της νόσου (Παναγιωτάκη,
2009).
Οι ασθενείς με χρόνια
νεφρική ανεπάρκεια είναι ένα παράδειγμα ασθενών, που η ασθένεια επηρεάζει
καθοριστικά την ποιότητα ζωής λόγω της επίδρασης της κατάστασης τους σε φυσικές
δραστηριότητες (ικανότητα για εργασία, σωματική λειτουργικότητα), σε ψυχολογικούς
παράγοντες (ικανοποίηση, ευχαρίστηση, ευημερία, αυτοεκτίμηση, άγχος, κατάθλιψη)
και στην κοινωνική προσαρμοστικότητα (διασκέδαση, συναναστροφές)
(Κοντοδημόπουλος & Νιάκας, 2007. Σαρρής και συν, 2008).
Ο σακχαρώδης διαβήτης,
που λόγω των αυξητικών ρυθμών επιπολασμού, τείνει να εξελιχθεί σε σύγχρονη
επιδημία, επιβαρύνει πολλαπλά την υγεία των ασθενών. Λόγω της νοσηρότητας, δεν
επιβαρύνεται μόνο η σωματική, αλλά και η ψυχική υγεία (Παπαδόπουλος, 2007). Η
διάρκεια της νόσου, και οι μικροαγγειακές επιπλοκές επιδρούν αρνητικά στην
ποιότητα ζωής, παράλληλα με επιπλέον επιπλοκές και παθήσεις (Bagust &
Beales, 2005). Αντίθετα, η πρόσφατη εξέλιξη της τεχνολογίας στην ιατρική με τις
αντλίες ινσουλίνης και η έρευνα για την εισπνεόμενη ινσουλίνη, παρουσιάζουν
ενδιαφέρον για την καταγραφή αυξημένης ποιότητας στου διαβητικούς ασθενείς
(Παναγιωτάκη, 2009).
Θετική συσχέτιση, της
βαρύτητας της νόσου, με τα επίπεδα ποιότητας ζωής έχει καταγραφεί και σε
αιμορροφιλικούς ασθενείς. Οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής που επηρεάζονται
περισσότερο από τη νόσο συνδέονται με τη σωματική λειτουργικότητα
(Παπαγιανοπούλου και συν, 2007).
Με τις επιτεύξεις της
επιστήμης στο χώρο των μεταμοσχεύσεων μυελού των οστών, οι ασθενείς με
αιματολογικούς καρκίνους, επιζούν όλο και περισσότερα χρόνια. Παράλληλα με την
αύξηση της μέσης επιβίωσης, παρατηρείται και αύξηση στα ψυχοκοινωνικά
προβλήματα των ασθενών (Μολασσιώτης, 1998), κυρίως στον χώρο της
σεξουαλικότητας, της επαγγελματικής αποκατάστασης, της κατάθλιψης και του
άγχους. Γεγονός, που σημαίνει μείωση της ικανοποίησης και της ποιότητας ζωής (Mollasiotis
et al,1995. Bush et al, 1995). Πολλοί ασθενείς μετά από μεταμόσχευση μυελού των
οστών, παρουσιάζουν ενδείξεις κατάθλιψης, λόγω της αδυναμίας τους να
ανταπεξέλθουν, σε μια σειρά μακροχρόνιων δυσκολιών, όπως η χημειοθεραπεία, το
ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα, και η απομόνωση (Levenson & Lesko,
1990).
Ομοίως, στους
μεταμοσχευμένους ηπατοπαθείς, τα προβλήματα με την εργασία ή τις άλλες
δραστηριότητες, ως αποτέλεσμα της σωματικής υγείας και τα συναισθήματα
νευρικότητας, κατάθλιψης, ευτυχίας ή ηρεμίας εξαρτώνται θετικά από την
συχνότητα των επιπλοκών της νόσου και τη διάρκεια νοσηλείας (Σαρρής και συν,
2008). Η αυτο-αντιλαμβανομένη ποιότητα ζωής παραπέμπει στο πολυσύνθετο ζήτημα,
του πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, βιώνουν και ερμηνεύουν την εμπειρία της
ασθένειας, καθώς η ασθένεια γίνεται μέρος της ταυτότητας τους (Παπαδάτου,
1995). Όπως περιγράφεται από τον Parson ( Παπαδάτου, 1995. Οικονόμου και συν,
2001), στην λαϊκή συλλογιστική των δυτικών κοινωνιών έχει θεσμοθετηθεί ο «ρόλος
του αρρώστου», ως σημασιολογικό πρότυπο, για όσους αδυνατούν να ανταπεξέλθουν
στις απαιτήσεις των κοινωνικών ρόλων τους, λόγω της ασθένειας.
Τα άτομα με ψυχικές
διαταραχές, εξαιτίας των αναγκών για προστασία, φάρμακα και επιδόματα είναι
υποχρεωμένα να ανταπεξέλθουν στον «ρόλο του αρρώστου», γνωστοποιώντας την
ανικανότητα τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις ανάλογες παροχές. Η χρήση
όμως των δικαιωμάτων επιβαρύνεται με αρνητικές κοινωνικές στάσεις όπως κοινωνικό
αποκλεισμό και στιγματισμό. Η ποιότητα ζωής τους είναι χειρότερη από την
ποιότητα ζωής του γενικού πληθυσμού, καθώς και άλλων ασθενών χωρίς ψυχιατρική
νόσο.
Επίσης, οι αγχώδεις
διαταραχές υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής, με αρνητικές επιπτώσεις στην
κοινωνική ζωή του ατόμου και αύξηση των ημερών ανικανότητας (Οικονόμου και συν,
2001). Σημειώνεται μετάπτωση σε χαμηλότερα κοινωνικοικονομικά στρώματα και
πολυεπίπεδη και μακροπρόθεσμη οικονομική επίπτωση, με σημαντικό οικονομικό
κόστος για τα άτομα, τις οικογένειες τους και τις κοινότητες (Πολάκη και συν,
2007).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει
και η περίπτωση της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, όπου περιγράφεται
αξιοσημείωτη αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής, ειδικά στον τομέα της
κοινωνικής λειτουργικότητας, με σημαντικό περιορισμό στους ρόλους, εξαιτίας της
συναισθηματικής δυσκαμψίας (Οικονόμου και συν, 2001).
Στα πλαίσια του ίδιου
προβληματισμού, αναφέρονται τα υψηλά ποσοστά επιπολασμού μείζονος κατάθλιψης,
που παρατηρούνται σε ασθενείς με χρόνια οσφυαλγία (Smith et al, 2004. Σαράφης
και συν, 2008). Ομοίως, το άγχος φαίνεται να είναι εξίσου σημαντικό πρόβλημα,
εκδηλωμένο με ένταση, ανησυχία, αϋπνία και απουσία από την εργασία (Sullivan et
al, 2005). Οι ψυχολογικές παράμετροι, λειτουργούν ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα και
ως αιτία συντήρησης του χρόνιου πόνου (Kelley et al, 2008).
Γενικά, ο χρόνιος πόνος
μια ασθένειας, επηρεάζει την κινητικότητα του ατόμου και έχει κοινωνικές,
ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις
στο ασθενή και την οικογένεια του. Συχνά είναι λιγότερο απειλητικός και
οδυνηρός, αλλά ο ανίατος χρόνιος πόνος είναι από τα σοβαρότερα προβλήματα των
ασθενών, ακόμα και αν δεν επηρεάζει την πρόγνωση της νόσου (Μηνασίδου και
Λεμονίδου, 2005). Ο πόνος υποδηλώνει άγχος και σχετίζεται με διαστάσεις, όπως η
λειτουργική και συναισθηματική ευεξία, η επαγγελματική ικανότητα, η σεξουαλικότητα και οι κοινωνικές σχέσεις (Cella, 1993).
Η ανικανότητα στον
κοινωνικό τομέα θεωρείται επίσης αναμενόμενη και αντικατοπτρίζει την ευαισθησία
που χαρακτηρίζει τους χρόνιους ασθενείς, ως προς τη σωματική τους εμφάνιση, σε
μια σειρά χρόνιων νοσημάτων, που διαταράσσουν την ιδεατή εικόνα του σώματος.
Κατηγορίες τέτοιων καταστάσεων αφορούν σε διαταραχές του αισθητηριακού και
κινητικού συστήματος, διαταραχές του μεταβολισμού, συγγενείς ανωμαλίες,
ατυχήματα και καρκίνοι (Κυρίτση, 1999).
Είναι προφανές, ότι η
επιδίωξη της ευδαιμονίας και η αναζήτηση ενός καλύτερου επιπέδου ζωής, αποτελεί
κύριο κεφάλαιο της Φιλοσοφίας Ζωής του ανθρώπου, ώστε η ποιότητα ζωής να
αποτελεί βασική μέριμνα της κοινωνίας και των επαγγελματιών υγείας, ιδιαίτερα,
υιοθετώντας ρόλους και στρατηγικές για τον εντοπισμό και την απομάκρυνση
εκείνων των παραγόντων, που περιορίζουν την ικανότητα των ασθενών και τη
διεύρυνση των εναλλακτικών δραστηριοτήτων, που επιτρέπουν την επίτευξη των
λειτουργικών τους στόχων.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Andersen, BL. (2002). Behavioral outcomes following psychological in
interventions for cancer patient. Journal of Counseling and Clinical
Psychology, 70:545-605.
Bagust, A & Beales, S. (2005). Modeling EuroQol health-related
utility values for diabetic complication from CODE – 2data. Health Economics,
14:217-230.
Bush et al. (1995). Quality of life of 125 adults surviving 6-18 years
after bone marrow transplantation. Social Science & Medicine, 40:479-490.
Cella, D. (1993). Quality of Life: Concepts and Definition. Journal of
Pain and Symptom Management, 9:186-192.
Διλιντάς, Α &
Σεβαστάκη, Ε. (2005). Ποιότητα Ζωής και Ποιότητα στις Υπηρεσίες Υγείας: Ο
Τρόπος αλληλεπίδρασης. Επιθεώρηση
Υγείας, 16(97):50-53.
Donovan, JL & Blake, DR. (1992). Patient non-compliance: Deviance or
reasoned decision-making? Social Science & Medicine, 34(5): 507-513.
England, SL & Evans, J. (1992). Patient’s choices and perception
after an invitation to participate in treatment decision. Social Science & Medicine,
34(1):12017-1225.
Fallowfield, L. (1991). The quality of life, the missing measurement in
health care: Philosophical issues and Methological issues. Paul, New York.
Keeley, P, et al. (2008). Psychological predictors of health-related
quality of life and health service utilization in people with chronic low back
pain. Pain,
135: 142-150.
Κοντοδημόπουλος, Ν
& Νιάκας, Δ. (2007). Η χρήση του KDQOL-SF για τη μέτρηση της σχετιζόμενης
με την υγεία ποιότητα ζωής Ελλήνων αιμοκαθαιρόμενων. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής,
24(6):590-599.
Κρεμαστινού - Κουρέα,
Τ. (2007). Έννοια της Υγείας, Κοινωνικοί καθοριστές υγείας. Στο: Κρεμαστινού - Κουρέα, Τ. (Επιμ.), ΔΗΜΟΣΙΑ
ΥΓΕΙΑ Θεωρία, Υγεία, Πολιτικές. ΤΕΧΝΟΓΡΑΜΜΑ, Αθήνα.
Κυριόπουλος, Γ. και
συν. (2003). Η Ποιότητα στις Υπηρεσίες Υγείας. Θεμέλιο/Κοινωνία και Υγεία,
Αθήνα.
Κυρίτση, Ε. (1999).
Διαταραχή της Ιδεατής Εικόνας του Σώματος. Νοσηλευτική, 38(3): 238-243.
Levenson, JA & Lesko, LM. (1990). Psychiatric aspects of adult
leukemia. Seminars of Oncology Nursing, 6: 76-83.
Μάινα, Α. (2008). Κοινωνικοί
και Πολιτιστικοί Καθορισμοί της Υγείας. Σημειώσεις μαθήματος, ΜΠΣ, ΔΥΥ, ΕΣΔΥ.
Meeberg, GA. (1993). Quality of life: a concept analysis. Journal of
Advanced Nursing, 18:32-38.
Μεταφραστική ομάδα Κάκτου, (1993). Αριστοτέλης,
Άπαντα-Ηθικά Νικομάχεια, τόμος 7ος. Κάκτος, Αθήνα.
Μηνασίδου, Ε &
Λεμονίδου, Χ. (2005). Ποιότητα Ζωής Ατόμων με Χρόνια Νοσήματα και η Θεωρία της
Κοινωνικής Παραγωγής Λειτουργιών. Νοσηλευτική, 44(2): 202-211.
Μολασιώτης, Α. (1998).
Ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και ποιότητα ζωής μετά από μεταμόσχευση μυελού των
οστών: πέντε χρόνια εμπειρίας. Νοσηλευτική, 37(3): 222-229.
Molasiotis, A, et al. (1995). Comparison of the overall quality of life
in 50 long-term survivors of autologous and allogeneic bone marrow
transplantation. Journal of Advanced Nursing, 22:509-516.
Μπέλλα Ζ & Δαμάσκος, Π. (2009). Μνημόνιο για ένα σεμινάριο φιλολόγων. Διαθέσιμο στο: http://www.voros.gr.
[Ανάκτηση: 15/3/2009].
Νάκου, Σ. (2001). Η
εκτίμηση της ποιότητας ζωής στο χώρο της υγείας. Εφαρμογές στην Παιδιατρική.
Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18(3): 254-266.
Οικονόμου, Μ, και συν.
(2001). Ποιότητα ζωής και ψυχική υγεία. Εννοιολογικές προσεγγίσεις, κλινικές
εφαρμογές, αξιολόγηση. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18(3): 239-253.
Παπαγιανοπούλου, Β, και
συν. (2007). Ποιότητα ζωής ατόμων με
αιμορροφιλία στην Ελλάδα. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 24(συμπλ. Ι): 85-92.
Παναγιωτάκη-Δαυίδ, Κ.
(2009). Τι είναι η ποιότητα ζωής. Διαθέσιμο στο: http://www.bestrong.org.gr.
[Ανάκτηση: 15 /3/ 2009].
Παπαδάκης, Ν. (2006).
Δημόσια Υγεία. Εκπαιδευτικό Υλικό για την Εκπαίδευση Στελεχών στη Δημόσια
Υγεία, ΙΦΕΤ.
Παπαδάτου, Δ. (1995).
Φάσεις στην εξέλιξη της χρόνιας ή και απειλητικής για τη ζωή, αρρώστιας. Στο:
Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ. (Επιμ.), Η Ψυχολογία στο Χώρο της Υγείας.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Παπαδόπουλος, Α.Α.
(2007). Εκτίμηση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής διαβητικών
ασθενών τύπου 2. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 24(συμπλ. Ι): 66-74.
Πολάκη, Ο, και συν.
(2007). Η σχέση των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων με τις ψυχικές διαταραχές.
Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 24(3): 224-231.
Σαράφης, Π, και συν.
(2008). Χρόνια Οσφυαλγία: Προκαταρκτικά αποτελέσματα από τη διερεύνηση του
Άγχους και της Κατάθλιψης σε ασθενείς που πάσχουν από Χρόνια Οσφυαλγία.
Ελληνικό Περιοδικό της Νοσηλευτικής Επιστήμης, 1(1): 25-34.
Σαρρής, Μ, και συν.
(2008 α). Ποιότητα ζωής ασθενών και ποιότητα φροντίδας υγείας μετά από νεφρική
μεταμόσχευση. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 25(2): 201-208.
Σαρρής, Μ, και συν.
(2008 β). Σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής ασθενών μετά από μεταμόσχευση
ήπατος. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 25(3): 334-340.
Smith, BH, et al. (2004). Factors related to the onset and persistence
of chronic back pain in the community: results from a general population
follow-up study. Spine, 29: 1032-1040.
Sullivan, MJ, et al. (2005). Integrating psychological and behavioral
interventions to achieve optimal rehabilitation outcomes. Journal of
Occupational Rehabilitation, 15: 475-489.
Torrance, GW. (1987). Utility approach to measuring health-related
quality of life. Journal of Chronic Decease, 40: 593-600.
Τούντας, Γ. (2001).
Κοινωνία και Υγεία. 2η εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα.
WHOQOL GROUP. (1995). The WHO Quality of Life Assessment (WHOQOL):
Position paper from the Heart. Organisation. Social Science
&Medicine, 41: 1403-1409.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου