Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
Τμηματική αστάθεια οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης
(Lumbar Segmental Instability)

Ως κλινική οντότητα,  την περιέγραψε πρώτος ο Knutsson, το 1944, με τη λήψη profile ακτινογραφίας κάμψης-έκτασης. Το 1986, ο Olerud et al αναφέρθηκαν στη μείωση των συμπτωμάτων της αστάθειας με την εφαρμογή κηδεμόνα, ενώ το 1990, οι White & Panjabi αναφέρθηκαν στην απώλεια ικανότητας της ΟΜΣΣ να διατηρήσει το πρότυπο μετατόπισης δεχόμενη φυσιολογικά φορτία (Olerud et al 1986;White & Panjabi,1990; Fritz et al,1998; Alqarni et al,2011).

Αποτελεί κλινική εκδήλωση αδιευκρίνιστης αιτιολογίας (Taylor & O’Sullivan,2000) και συνδέεται με:

  • Εκφύλιση δίσκου
  • Σπονδυλοδεσία
  • Δισκεκτομή
  • Οστεόφυτα και υπερτροφία των οπισθίων αποφυσιακών αρθρώσεων της ΣΣ (facets)
  • Τραυματισμό οστικών ή συνδεσμικών στοιχείων
  • Συγγενή αιτιολογία
  •  Μεγάλη ηλικία
  • Οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις των αρθρικών αποφύσεων 
  •  Εκφύλιση μεσοσπονδύλιων δίσκων με απώλεια νερού και δημιουργία κενού αέρα
  • Διάταση συνδέσμων
  • Οστεοφυτικές αλλοιώσεις
  • Στένωση μεσοσπονδύλιων διαστήματων
  • Υπερτροφία οπισθίου επιμήκη συνδέσμου
  • Υποχόνδριες σκληρύνσεις
  • Ανάγκη χρήσης αναλγητικών
  • Εξελικτικά μυϊκή αδυναμία
  • Αλλαγή προτύπου κίνησης
  • Βελτίωση των συμπτωμάτων μετά από 10 εβδομάδων πρόγραμμα αποκατάστασης
  • Έκπτωση λειτουργικότητας
  • Εγκατάσταση μόνιμης αναπηρίας και εφαρμογή σπονδυλοδεσίας


(Delitto, et al, 1995; Bram et al, 1998; Nizard et al, 2001; Brown et al,2002).

Ανατομικά στοιχεία
ΟΜΣΣ
Αποτελείται από 5 σπονδύλους τους ογκωδέστερους από όλους τους γνήσιους σπονδύλους.
Σπόνδυλος
Διαθέτει το σπονδυλικό σώμα, το σπονδυλικό τόξο και το σπονδυλικό τρήμα.
Μεσοσπονδύλιος δίσκος
Παρεμβάλλεται μεταξύ των σπονδυλικών σωμάτων. Διαθέτει ινώδη δακτύλιο (περιφερικά) και πηκτοειδή πυρήνα (κεντρικά).
Μυϊκές αποφύσεις
Μία ακανθώδης, στη μέση του τόξου και δύο εγκάρσιες στα πλάγια του σπονδυλικού τόξου.
Αρθρικές αποφύσεις
Δύο επάνω (ανάντεις), υπόκοιλες και δύο κάτω (κατάντεις), υπόκυρτες, με επίπεδες αρθρικές επιφάνειες. Οι κατάντεις αποφύσεις ενός σπονδύλου διαρθρώνονται με τις ανάντεις του υποκείμενου σπονδύλου σχηματίζοντας τις μεσοσπονδύλιες διαρθρώσεις.
Σύνδεσμοι
Πρόσθιος/οπίσθιος επιμήκης, επακάνθιος, ωχρός, μεσακάνθιοι, μεσεγκάρσιοι.
Μύες που ενεργούν στη ΟΜΣΣ
Κοιλιακοί, πλατύς ραχιαίος, οπίσθιος κάτω οδοντωτός, μεσεγκάρσιοι, μεσακάνθιοι, ιερονωτιαίο & εγκαρσιοακανθώδες σύστημα, λαγονοψοϊτης, τετράγωνος οσφυικός (Δούκας, 1979).

Παρατηρούμενες ανατομικές αλλαγές:
(Alam, 2002; Tsantrizos et al, 2005; Jang et al, 2009; Hasegawa et  al, 2011).

Εξέλιξη νόσου
Εξελίσσεται µε βραδύ ρυθµό. Συνήθως, ο πόνος δημιουργείται ήπια, αυξάνει σταδιακά και γίνεται τελικά μόνιμος και επίμονος με ιδιαίτερη ένταση κατά τη διάρκεια δραστηριότητας. Γενικότερα, χαρακτηρίζεται από ποικιλία εκδηλώσεων όπως:
(Sonntag & Marciano,1995; O'Sullivan et al, 1997; Lee,1999).

Συμπτώματα / Κλινική εικόνα
Οι ασθενείς παραπονούνται για πόνο κατά την εναλλαγή δραστηριότητας, κατά την έκταση του κορμού μετά από κάμψη ή κατά την ορθοστασία, ενώ συχνά αναφέρουν εξασθένηση της οσφύος, αίσθημα εμπλοκής, μυικό σπασμό και απροθυμία δραστηριότητας. Πιθανά αντικειμενικά ευρήματα κατά την εξέταση – αξιολόγηση είναι η υπερβολική κινητικότητα στην οσφύ, η πλημμελής ιδιοδεκτικότητα, η διαταραχή του οσφυο-πυελικού ρυθμού, η κακή στάση του σώματος, η χολώτητα, η αδυναμία διατήρησης ουδέτερης στάσης ΣΣ κατά την εκτέλεση δραστηριοτήτων και η απουσία νευρολογικής σημειολογίας (O’Sullivan, 2000; Fritz et al, 2005; Hicks et al,2005). Η φυσική εξέταση περιλαμβάνει εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού εύρους κίνησης σε όλα τα επίπεδα, της μυϊκής ισχύος και της αισθητικότητας   (Paris, 1985; O’Sullivan, 2000; Cook et al, 2006). Παράλληλα, διενεργούνται δοκιμασίες εξέτασης όπως Gower’s sign (έκταση του κορμού από θέση κάμψης με τη βοήθεια των άνω άκρων που στηρίζονται στους μηρούς), Prone Instability Test (κορμός σε πρηνή θέση στο εξεταστικό κρεβάτι, κάτω άκρα εκτός. Έκταση κάτω άκρων με τεντωμένα γόνατα), Posterior shear test (εφαρμογή οπίσθιας διάτμησης στην ιερολαγόνιο άρθρωση), Sit-to-stand test (έγερση από καρέκλα), Passive accessory intervertebral motion (PAIVM) test (ασθενής σε πρηνή θέση, εφαρμογή πίεσης στις ακανθώδεις αποφύσεις), αξιολόγηση υπερκινητικότητας με την κλίμακα Beighton (Hicks et al, 2003; Simmondsa & Keer, 2007; Alqarni et al,2011; Chang & Mubarak, 2012).

Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση δύναται να είναι συντηρητική ή χειρουργική.

1. Συντηρητική αντιμετώπιση:
Η εκπαίδευση των ασθενών είναι επικεντρωμένη στην αποφυγή κινήσεων τελικού εύρους της ΟΜΣΣ και θέσεων υπερφόρτωσης των παθητικών (οστεοσυνδεσμικών) σταθεροποιητικών δομών της ΣΣ γενικότερα και τη διατήρηση της ουδέτερης θέσης της ΟΜΣΣ κατά τη φόρτιση (McGill et al,1996; McGill, 1998; Richardson et al, 2002). εφαρμόζεται εξατομικευμένο πρόγραμμα φυσικοθεραπείας που στοχεύει στη βελτίωση της σταθερότητας της οσφυοπυελικής περιοχής (ανάλογα με το στάδιο της νόσου):
Αρχικά ο ασθενής εκπαιδεύεται στην απομόνωση και ενίσχυση του εν τω βάθει μυϊκού συστήματος (εγκάρσιου κοιλιακού, δικέφαλου μηριαίου και ιερονωτιαίου συστήματος). Διδάσκονται τεχνικές διευκόλυνσης, βιοανάδραση, διαφραγματική αναπνοή και έλεγχος των κινήσεων με σταδιακή φόρτιση. Η εφαρμογή είναι αργή με έλεγχο των συσπάσεων.
Εξελικτικά ακολουθεί ενίσχυση και εκπαίδευση όλων των συνεργικών μυϊκών ομάδων, τοπικών εν τω βάθει και περιφερικών (προσαγωγοί, πλάγιοι κοιλιακοί, πλατύς ραχιαίος, γλουτιαίους μύες). Εκτελούνται μειομετρικές και πλειομετρικές κινήσεις με κατάλληλη αντίσταση σε όλα τα επίπεδα (μετωπιαίο, οβελιαίο, εγκάρσιο) κίνησης, ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας. Συστήνεται πλήρες λειτουργικό πρόγραμμα (κολύμβηση, περπάτημα) (Hideset al, 1996 Luoto et al, 1996; O'Sullivan et al, 1997; Callaghan et al,1998; Liddle et al, 2004; Hayden et al, 2005).

2. Χειρουργική αντιμετώπιση
Σε αποτυχία της συντηρητικής αντιμετώπισης, εμμονή των συμπτωμάτων και ακτινολογικής εικόνας υπερκινητικότητας, εφαρμόζεται σπονδυλοδεσία. Ακολουθεί πρόγραμμα φυσικοθεραπείας διάρκειας 10-12/52 που αφορά σε:
Ενίσχυση και εκπαίδευση όλων των μυϊκών ομάδων που δρουν στην ΟΜΣΣ, ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας και ισορροπίας και λειτουργική αποκατάσταση  (Pitkanen & Manninen, 1994; Tarnanen et al, 2014).

Βιβλιογραφία

Alam AWC (2002). Radiological evaluation of lumbar intervertebral instability. Indian Journal of Aerospace Medicine, 46(2): 48-53
Alqarni MA, Schneiderspaul GA & Hendrick AP. (2011). Clinical Tests to Diagnose Lumbar Segmental Instability: A Systematic Review. Journal of Orthopaedic & Sports Physical Therapy, 41(3): 130-141
Bram J et al. (1998). MR abnormalities of the intervertebral disks and adjacent bone marrow as predictors of segmental instability of the lumbar spine. Acta Radiologica, 39(1):18-23
Brown MD, Holmes DC & Heiner AD. (2002). Measurement of cadaver lumbar spine motion segment stiffness. Spine, 27:918-922
Callaghan JP, Gunning JL & McGill SM. (1998).The relationship between lumbar spine load and muscle activity during extensor exercises. Physical Therapy, 78:8–18
Chang FR & Mubarak JS. (2012). Pathomechanics of Gowers’ Sign: A Video Analysis of a Spectrum of Gowers’ Maneuvers. Clinical Orthopaedics and Related Research, 470(7): 1987–1991
Cook C, Brismée JM & Sizer PS. (2006). Subjective and objective descriptors of clinical lumbar spine instability: a Delphi study. Manual Therapy,11(1):11-21
Delitto A, Erhard RE & Bowling RW. A (1995). Treatment based classification approach to low back syndrome: identifying and staging patients for conservative treatment. Physical Therapy, 75:470-485
   Δούκας Ν. (1979). Κινησιολογία. Δούκας, Αθήνα
Fritz JM, Piva SR & Childs JD. (2005). Accuracy of the clinical examination to predict radiographic instability of the lumbar spine. European Spine Journal, 14(8):743-750
Fritz JM, Erhard RE & Hagen BF. (1998). Segmental instability of the lumbar spine. Physical Therapy, 78:889-896
Hasegawa K et al. (2011). What are the reliable radiological indicators of lumbar segmental instability? Journal of Bone and Joint Surgery, 93(5):650-657
Hayden JA et al. (2005). Meta-analysis: exercise therapy for nonspecific low back pain. Annals of Internal Medicine, 142(9):765-775
Hicks EG et al. (2003). Interrater Reliability of Clinical Examination Measures for Identification of Lumbar Segmental Instability. Archives of Physical Medicine and Rehabilitation, 84(12): 1859-1864
Hicks EG et al. (2005).  Preliminary development of a clinical prediction rule for determining which patients with low back pain will respond to a stabilization exercise program. Archives of Physical Medicine and Rehabilitation, 86(1): 753-762
 Jang SY et al. (2009). Radiographic Parameters of Segmental Instability in Lumbar Spine Using Kinetic MRI. Journal of Korean Neurosurgery Society, 45(1): 24–31
Lee D (1999). Treatment of pelvic instability. Ιn: Vieeming A et al (ed): Movement, Stability & Low Back Pain, ed 2. Churchill Livingstone, Edinburgh
Liddle SD, Baxter GD & Gracey JH. (2004). Exercise and chronic low back pain: what works? Pain, 107(1-2):176-190
Luoto S et al. (1996). Psychomotor speed and postural control in chronic low back pain patients: a controlled follow-up study. Spine, 21:2621–2627
McGill SM. (1998). Estimation of force and extensor moment contributions of the disc and ligaments at L4-L5. Spine, 13:1395–1402
McGill SM, Juker D & Kropf P. (1996). Quantitative intramuscular myoelectric activity of quadratus lumborum during a wide variety of tasks. Clinical Biomechanics, 11:170–172
Nizard RS, Wybier M & Laredo JD. (2001). Radiologic assessment of lumbar intervertebral instability and degenerative spondylolisthesis. Radiologic Clinics of North America, 39(1):55-71
Olerud S et al. (1986). Spontaneous effect of increased stability of the lower spine in cases of severe chronic back pain: the answer of an external transpeduncular fixation test. Clinical Orthopaedics and Related Research, 203:67–74.
O’Sullivan PB. (2000). Lumbar segmental “instability:” clinical presentation and specific stabilizing exercise management. Manual Therapy, 5:2-12
O'Sullivan PB, Twomey LT & Allison GT. (1997). Evaluation of specific stabilizing exercise in the treatment of chronic low back pain with radiologic diagnosis of spondylolysis or spondylolisthesis. Spine, 22:2959–2967
 Paris SZ. (1985). Physical signs of instability. Spine, 10:277-279
Pitkanen M & Manninen H. (1994). Sidebending versus flexion extension radiographs in lumbar spinal instability. Clinical Radiography, 49(2):109–114
Richardson CA et al. (2002). The relation be tween the transversus abdominis muscles, sacroiliac joint mechanics, and low back pain. Spine, 27(4):399-405
Simmondsa VJ & Keer JR (2007). Hypermobility and the hypermobility syndrome. Manual Therapy, 12: 298–309
Tarnanen SP et al. (2014). Neutral spine control exercises in rehabilitation after lumbar spine fusion. Journal of Strength and Condition Research, 28(7):2018-2025
Taylor JR & O’Sullivan PB. (2000). Lumbar segmental instability: pathology, diagnosis, and conservative management. In: Twomey LT & Taylor JR (eds). Physical Therapy of the Low Back, 3rd ed. Pa:Churchill Livingstone, Philadelphia
White AA & Panjabi MM. (1990). Clinical Biomechanics of the Spine. 2nd ed. PA: J.B. Lippincott Company, Philadelphia
                                                  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΣΦΥΟΠΥΕΛΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ Ο οσφυο-πυελικός ρυθμός αφορά σε ένα ειδικό, οργανωμένο πρότυπο κίνησης που xαρακτηρίζεται από το συντονισμό της περιοχής της οσφύος και των ισχίων που συνδέονται με τη λεκάνη κατά την κίνηση κάμψης-έκτασης της σπονδυλικής στήλης (ΣΣ), 1-3 όπου παρατηρείται πρόσθια και οπίσθια κλίση της λεκάνης. 4  Πρόκειται, δηλαδή για την αρμονική συνεργασία κορμού, πυέλου και ισχίων που αποτελούν ένα ευέλικτο, δυναμικό σύνολο που προσαρμόζεται στις όποιες απαιτήσεις για στάση, βάδιση και επιβίωση γενικότερα. 5 Η πυελική ζώνη συνδέει το σκελετό του κορμού με τα ισχία. Αποτελείται από δύο ανώνυμα οστά που συντάσσονται εμπρός με την ηβική σύμφυση και πίσω με τη σπονδυλική στήλη, με την παρεμβολή του ιερού οστού με τις ιερολαγόνιες αρθρώσεις. 6  Η συσχέτιση της πυέλου και της οσφυϊκής μοίρας βασίζεται στο ότι, η οσφυϊκή μοίρα της ΣΣ εδράζεται στο ιερό οστό. Τα ισχία υποβαστάζουν τη λεκάνη και δέχονται αθροιστικά όλες τις ροπές που τους διοχετεύονται από το ι...
Κάταγμα colles Το κάταγμα colles αφορά σε κάταγμα του περιφερικού άκρου της κερκίδας. Από την εποχή του Ιπποκράτη εως τον 19ο αι. τα κατάγματα αυτά εκλαμβάνονταν, λανθασμένα, ως εξαρθρήματα του καρπού (Peltier, 1984). Η παλαιότερη ακριβής περιγραφή του κατάγματος έγινε από τον Pouteau. Δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκτός Γαλλίας. Ο Abraham Colles, το 1814, βασισμένος στην κλινική εικόνα, περιέγραψε το κάταγμα και πιστώθηκε το όνομά του (Patel & Paksima, 2010). Κύρια αιτία είναι τα ατυχήματα (πτώση στο επηρεαζόμενο άκρο, άμεση πλήξη, βία), ενώ ως ενοχοποιητικοί παράγοντες αναφέρονται: •           Κακής ποιότητας οστό ( οστεοπόρωση) •           Έλλειψη ασβεστίου και βιταμίνης D •           Μετεμμηνόπαυση (έλλειψη οιστρογόνων) •           Μειωμένη μυïκή μάζα •    ...
Έξω Διάστρεμμα Ποδοκνημικής (ΠΔΚ) Lateral Ankle Sprain (LAS) Ιστορικό νόσου 1723, ο Jean - Louis Petit τονίζει τις δυσμενείς επιπλοκές των διαστρεμμάτων της ΠΔΚ άρθρωσης, επί ανεπαρκούς αντιμετώπισης 1773, o Bromfield W . επίσης τονίζει την επικίνδυνη φύση των διαστρεμμάτων της ΠΔΚ 1803, o Alexis Boyer αναφέρεται στις συνδεσμικές κακώσεις μελετώντας πτωματικά παρασκευάσματα 1934, ο Elmslie RC . περιγράφει τη θεραπεία της πλευρικής αστάθειας της ΠΔΚ άρθρωσης με τη χρήση μοσχεύματος από τη μηριαία περιτονία 1965, πρώτος ο Freeman Μ. περιέγραψε τη λειτουργική αστάθεια της ΠΔΚ Αιτιολογία Κύρια αιτία είναι οι πτώσεις, η έντονη σωµατική δραστηριότητα, η εντατική άθληση Ο μηχανισμός κάκωσης είναι η πελματιαία κάμψη με ανάσπαση έσω χείλους και προσαγωγή του άκρου ποδός. Ως π ροδιαθεσικοί παράγοντες αναφέρονται: το αυξημένο σωµατικό βάρος τα ακατάλληλα υποδήματα η χρόνια εξωτερική αστάθεια ΠΔΚ η κακή φυσική κατάσταση η ανεπαρκής προθέρμανση πριν την...