ΥΓΙΕΙΝΗ
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
Ο επαγγελματικός κίνδυνος
Η έννοια της διακινδύνευσης πρωτοεμφανίζεται στη δυτική πολιτιστική ιστορία στα τέλη του Μεσαίωνα για να καθορίσει το αντικείμενο ενός ασφαλιστικού συμβολαίου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η έννοια της διακινδύνευσης αποκτά πλήρη νομική υπόσταση με την κατηγορία της “επαγγελματικής απειλής”. Η πανταχού παρουσία της διακινδύνευσης την έχει μετατρέψει σε μία λέξη-σύνθημα που προσδιορίζει κάθε τύπο συμβάντος, ατομικού ή συλλογικού, ελάσσονος σημασίας ή καταστροφικού και αποτελεί την εκβιομηχανοποιημένη εκδοχή της αντίληψής μας για την ευθύνη.
Η έννοια αυτή εισάγεται στο Δίκαιο στο τέλος του 19ου αιώνα με τους νόμους για τα εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με μία από τις διαστάσεις της νομικής αντίληψης του “κινδύνου”, αυτός αφορά στη βλάβη, δεδομένου ότι, στη βιομηχανική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς κίνδυνο. Οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία περικλείει κινδύνους είτε για τη σωματική ακεραιότητα, είτε για την υγεία των εργαζομένων που συμμετέχουν σ’ αυτή. Οι κίνδυνοι αυτοί, άλλοτε είναι άγνωστοι και άλλοτε είναι γνωστοί από προηγούμενα συμβάντα.Η παραγωγική δραστηριότητα του αγροτικού χώρου της υπαίθρου συνδέεται συχνά με ένα μίγμα φυσικών και ανθρωπογενών κινδύνων, το οποίο σε συνάρτηση με κάποιες συνθήκες αποδεικνύεται να είναι ένας κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου. Οι αγρότες δεν έχουν συγκεκριμένο και σταθερό ωράριο, δουλεύουν πολλές ώρες και πολλοί χρησιμοποιούν πεπαλαιωμένο εξοπλισμό που δεν έχει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας πού θα έπρεπε. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εργασίας, είναι πολύ περισσότερα σε σύγκριση με άλλους εργαζόμενους, παρά το μύθο ότι οι αγρότες ζουν στη φύση και περικλείονται από το καθαρό περιβάλλον της υπαίθρου.
Στις αρχές του 1990 η ανησυχία για την συνεχιζόμενη αύξηση των ατυχημάτων στις αγροτικές μονάδες στις Η.Π.Α, οδήγησε στην απαίτηση τόσο από την αγροτική κοινότητα, όσο και από την υποδομή της δημόσιας υγείας, για την αύξηση μέτρων για την πρόληψη των ατυχημάτων στις αγροτικές μονάδες και την αντίστοιχη έρευνα. Κατά συνέπεια αυξημένο ενδιαφέρον και χρηματοδότηση τόσο από το δημόσιο, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας σειράς από παρεμβάσεις για την ασφάλεια στις αγροτικές μονάδες στις Η.Π.Α, και Σκανδιναβικές χώρες κ.α. Παρά την συμφωνία για την ανάγκη ανάληψης δράσης για ασφάλεια σε αγροτικές μονάδες, λίγες αξιολογήσεις έγιναν ώστε να καθοριστεί ποια προγράμματα είναι αποτελεσματικά, ποια στηρίζονται σε επιστημονικές αποδείξεις και τι σχετική γνώση και πρακτική εφαρμογή αποκτούν οι αγρότες και οι οικογένειές τους.
Ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων στις υπηρεσίες οργάνωσης και ασφάλειας των αγροτών, μπορεί να υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή τους γιατί οι έλεγχοι στις αγροτικές μονάδες είναι χρονοβόροι και μπορεί να μην είναι αποδεκτές από πολλούς αγρότες που προτιμούν την ανεξαρτησία και την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής. Σε πολλές χώρες όπως οι Η.Π.Α, οι αγρότες εξαιρούνται από τους ομοσπονδιακούς νόμους και δεν είναι υποχρεωμένοι να πάρουν προληπτικά μέτρα για πιθανούς κινδύνους. Το κόστος και η ενόχληση από τις αλλαγές που θα πρέπει να κάνουν, καθώς και ο τρόπος που οι αγρότες προσδιορίζουν την πιθανότητα ατυχήματος μπορεί να επηρεάσουν το αν και κατά πόσο θα ληφθούν μέτρα κατά των εντοπισμένων κινδύνων.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με την τελευταία Έρευνα Διάρθρωσης Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων της ΕΛΣΤΑΤ [16] στο σύνολο της χώρας, παρουσιάζεται μείωση του αριθμού όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στη γεωργία – κτηνοτροφία, εκτός από το οικογενειακό εργατικό δυναμικό. Το οικογενειακό εργατικό δυναμικό πραγματοποιεί το 85,3% του συνόλου των ημερών εργασίας στη γεωργία – κτηνοτροφία. Συνθήκη που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, οι αγρότες απασχολούνται κατά κύριο λόγο για ίδιο λογαριασμό μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ως παραγωγικοί συντελεστές, δημιουργεί εντελώς διαφορετική αντίληψη για τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, σε σχέση με τους μισθωτούς, γιατί οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας των αγροτών εξαρτάται από τους ίδιους και επιβαρύνει οικονομικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Χαρακτηριστικά του δυναμικού που απασχολείται στον πρωτογενή αγροτικό τομέα, σε εθνικό χωρικό επίπεδο, είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (περίπου τα ¾ απόφοιτοι δημοτικού), ενώ μόλις το 1,2% είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολούμενων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή συνειδητοποίηση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια που καθημερινά αντιμετωπίζουν. Παράλληλα, η απασχόληση στο γεωργικό τομέα είναι άμεσα συνυφασμένη και με τη συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, όπου η υγειονομική φροντίδα και η επείγουσα νοσοκομειακή περίθαλψη υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Αυτές οι συνθήκες λειτουργούν αθροιστικά και επιβαρύνουν την πρόγνωση περιπτώσεων εργατικών ατυχημάτων κατά την αγροτική δραστηριότητα. Συνεπώς η υγιεινή και η ασφάλεια της εργασίας στη γεωργία έχει σημαντικές ιδιαιτερότητες από αυτές της βιομηχανίας και άλλων κλάδων εργασίας.
Άλλωστε η γεωργική εργασία - και αυτό είναι ένα από τα πιο διακριτικά χαρακτηριστικά της - πραγματοποιείται στο περιβάλλον της υπαίθρου όπου δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, σε αντίθεση με την περίπτωση του εργοστασίου ή του εργαζομένου γραφείου. Ως αποτέλεσμα, οι αγρότες και οι οικογένειές τους αντιμετωπίζουν επιπλέον κινδύνους από την έκθεση σε φυτοφάρμακα και χημικούς παράγοντες.
Η έννοια της διακινδύνευσης πρωτοεμφανίζεται στη δυτική πολιτιστική ιστορία στα τέλη του Μεσαίωνα για να καθορίσει το αντικείμενο ενός ασφαλιστικού συμβολαίου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η έννοια της διακινδύνευσης αποκτά πλήρη νομική υπόσταση με την κατηγορία της “επαγγελματικής απειλής”. Η πανταχού παρουσία της διακινδύνευσης την έχει μετατρέψει σε μία λέξη-σύνθημα που προσδιορίζει κάθε τύπο συμβάντος, ατομικού ή συλλογικού, ελάσσονος σημασίας ή καταστροφικού και αποτελεί την εκβιομηχανοποιημένη εκδοχή της αντίληψής μας για την ευθύνη.
Η έννοια αυτή εισάγεται στο Δίκαιο στο τέλος του 19ου αιώνα με τους νόμους για τα εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με μία από τις διαστάσεις της νομικής αντίληψης του “κινδύνου”, αυτός αφορά στη βλάβη, δεδομένου ότι, στη βιομηχανική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς κίνδυνο. Οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία περικλείει κινδύνους είτε για τη σωματική ακεραιότητα, είτε για την υγεία των εργαζομένων που συμμετέχουν σ’ αυτή. Οι κίνδυνοι αυτοί, άλλοτε είναι άγνωστοι και άλλοτε είναι γνωστοί από προηγούμενα συμβάντα.Η παραγωγική δραστηριότητα του αγροτικού χώρου της υπαίθρου συνδέεται συχνά με ένα μίγμα φυσικών και ανθρωπογενών κινδύνων, το οποίο σε συνάρτηση με κάποιες συνθήκες αποδεικνύεται να είναι ένας κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου. Οι αγρότες δεν έχουν συγκεκριμένο και σταθερό ωράριο, δουλεύουν πολλές ώρες και πολλοί χρησιμοποιούν πεπαλαιωμένο εξοπλισμό που δεν έχει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας πού θα έπρεπε. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εργασίας, είναι πολύ περισσότερα σε σύγκριση με άλλους εργαζόμενους, παρά το μύθο ότι οι αγρότες ζουν στη φύση και περικλείονται από το καθαρό περιβάλλον της υπαίθρου.
Στις αρχές του 1990 η ανησυχία για την συνεχιζόμενη αύξηση των ατυχημάτων στις αγροτικές μονάδες στις Η.Π.Α, οδήγησε στην απαίτηση τόσο από την αγροτική κοινότητα, όσο και από την υποδομή της δημόσιας υγείας, για την αύξηση μέτρων για την πρόληψη των ατυχημάτων στις αγροτικές μονάδες και την αντίστοιχη έρευνα. Κατά συνέπεια αυξημένο ενδιαφέρον και χρηματοδότηση τόσο από το δημόσιο, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας σειράς από παρεμβάσεις για την ασφάλεια στις αγροτικές μονάδες στις Η.Π.Α, και Σκανδιναβικές χώρες κ.α. Παρά την συμφωνία για την ανάγκη ανάληψης δράσης για ασφάλεια σε αγροτικές μονάδες, λίγες αξιολογήσεις έγιναν ώστε να καθοριστεί ποια προγράμματα είναι αποτελεσματικά, ποια στηρίζονται σε επιστημονικές αποδείξεις και τι σχετική γνώση και πρακτική εφαρμογή αποκτούν οι αγρότες και οι οικογένειές τους.
Ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων στις υπηρεσίες οργάνωσης και ασφάλειας των αγροτών, μπορεί να υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή τους γιατί οι έλεγχοι στις αγροτικές μονάδες είναι χρονοβόροι και μπορεί να μην είναι αποδεκτές από πολλούς αγρότες που προτιμούν την ανεξαρτησία και την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής. Σε πολλές χώρες όπως οι Η.Π.Α, οι αγρότες εξαιρούνται από τους ομοσπονδιακούς νόμους και δεν είναι υποχρεωμένοι να πάρουν προληπτικά μέτρα για πιθανούς κινδύνους. Το κόστος και η ενόχληση από τις αλλαγές που θα πρέπει να κάνουν, καθώς και ο τρόπος που οι αγρότες προσδιορίζουν την πιθανότητα ατυχήματος μπορεί να επηρεάσουν το αν και κατά πόσο θα ληφθούν μέτρα κατά των εντοπισμένων κινδύνων.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με την τελευταία Έρευνα Διάρθρωσης Γεωργικών και Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων της ΕΛΣΤΑΤ [16] στο σύνολο της χώρας, παρουσιάζεται μείωση του αριθμού όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στη γεωργία – κτηνοτροφία, εκτός από το οικογενειακό εργατικό δυναμικό. Το οικογενειακό εργατικό δυναμικό πραγματοποιεί το 85,3% του συνόλου των ημερών εργασίας στη γεωργία – κτηνοτροφία. Συνθήκη που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, οι αγρότες απασχολούνται κατά κύριο λόγο για ίδιο λογαριασμό μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ως παραγωγικοί συντελεστές, δημιουργεί εντελώς διαφορετική αντίληψη για τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, σε σχέση με τους μισθωτούς, γιατί οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας των αγροτών εξαρτάται από τους ίδιους και επιβαρύνει οικονομικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Χαρακτηριστικά του δυναμικού που απασχολείται στον πρωτογενή αγροτικό τομέα, σε εθνικό χωρικό επίπεδο, είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (περίπου τα ¾ απόφοιτοι δημοτικού), ενώ μόλις το 1,2% είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολούμενων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή συνειδητοποίηση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια που καθημερινά αντιμετωπίζουν. Παράλληλα, η απασχόληση στο γεωργικό τομέα είναι άμεσα συνυφασμένη και με τη συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, όπου η υγειονομική φροντίδα και η επείγουσα νοσοκομειακή περίθαλψη υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα αστικά κέντρα. Αυτές οι συνθήκες λειτουργούν αθροιστικά και επιβαρύνουν την πρόγνωση περιπτώσεων εργατικών ατυχημάτων κατά την αγροτική δραστηριότητα. Συνεπώς η υγιεινή και η ασφάλεια της εργασίας στη γεωργία έχει σημαντικές ιδιαιτερότητες από αυτές της βιομηχανίας και άλλων κλάδων εργασίας.
Άλλωστε η γεωργική εργασία - και αυτό είναι ένα από τα πιο διακριτικά χαρακτηριστικά της - πραγματοποιείται στο περιβάλλον της υπαίθρου όπου δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, σε αντίθεση με την περίπτωση του εργοστασίου ή του εργαζομένου γραφείου. Ως αποτέλεσμα, οι αγρότες και οι οικογένειές τους αντιμετωπίζουν επιπλέον κινδύνους από την έκθεση σε φυτοφάρμακα και χημικούς παράγοντες.